ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
Παρά τους πολλούς Μάηδες που ήταν φορτωμένη η Σαούλα του Χρύσου από την Καϊνάρτζα του Πόντου και την επιβαρυμένη υγεία της, πήρε την απόφαση να συνεχίσει κάτι, που έκανε αρκετές δεκαετίες.
Με το έμπα της νηστείας στάχτωσε όλα τα σκεύη, που χρησιμοποιούσε στη φτωχική της κουζίνα για να τα καθαρίσει από τα λίπη. Ήθελε να είναι πεντακάθαρα από το χοιρινό λίπος και έτσι χωρίς την ελάχιστη ενοχή να κρατήσει τη σαρανταήμερη νηστεία.
Μόνο έτσι θα είχε ήσυχη τη συνείδησή της να δεχθεί χωρίς τύψεις το σώμα και το αίμα του Γλυκυτάτου Έαρος, που τον επικαλούνταν με περισσή ευλάβεια στην καθημερινή πρωινή και βραδυνή προσευχή της.
Και αν καμιά φορά ερέθιζε τα ρουθούνια της η οσμή του βρασμένου κρέατος, που έβγαινε από την κουζίνα της γειτόνισσάς της, που δεν είχε και πολλές σχέσεις με τη νηστεία, η Σαούλα έπλενε και ξανάπλενε τα ρουθούνια και το στόμα της κι ύστερα τα έτριβε με φύλλα από μελισσόχορτο για να εξαφανίσει και την ελάχιστη υπόνοια του μαγαρίσματος.
Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα και η Σαούλα τηρούσε με απόλυτη συνέπεια την υπόσχεση, που έδωσε στον εαυτό της. Μόνη της έγνοια να την αξιώσει ο Θεός να βρεθεί το βράδυ της Ανάστασης στη μονόχωρη εκκλησιά του Αη Γιώργη, όπου ο παπα Αρίστος με την πολιά γενειάδα τη διχαλωτή θα εμφανιζόταν στην Ωραία Πύλη απ’ όπου θα ανήγγειλε το πολυπόθητο «Χριστός Ανέστη» κρατώντας στα ροζιάρικα χέρια του, όσο μπορούσε πιο σφιχτά, την τριάδα με το μελισσοκέρι, βγαλμένο από το δική του κυψέλη, που την περιποιόταν σαν τα μάτια του ο γιος του ο Πλούταρχος.
Οι μέρες κύλησαν γοργά ωσάν τα κρυόνερα του ήσυχου ρυακιού. Ντύθηκε τη σκούρα φορεσιά της, έβαλε τη μάλλινη μαντήλα της, έριξε το σάλι στους ώμους της, πήρε από το εικονοστάσι το μελισσοκέρι και κάνοντας τρεις φορές τον σταυρό της βγήκε στο δρόμο.
Λίγοι οι πιστοί στην εκκλησία, που τη φώτιζε το αχνό φως των κεριών. Οι πιο πολλοί ηλικιωμένοι. Έλειπαν οι νέοι άνδρες και οι συμβίες τους. Από μέρες είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι θα έφτανε στην περιοχή ο αδίστακτος εξολοθρευτής των χριστιανών, ο αιμοδιψής Τοπάλ Οσμάν, που με τους τσέτες του σκορπούσε απ’ όπου περνούσε τον αβάσταχτο θρήνο.
Γι’ αυτό και ειδοποιήθηκαν οι νέοι άνδρες να εγκαταλείψουν το χωριό και να καταφύγουν οπλισμένοι στο βουνό, ενώ οι νέες γυναίκες να μείνουν αμπαρωμένες στα σπίτια.
Ο παπα Αρίστος, όσο κρατούσαν οι δυνάμεις του, ξεκίνησε την αναστάσιμη λειτουργία. Και ενώ βρισκόταν στη μέση της, ένας ασυνήθιστος θόρυβος ακούστηκε έξω από την εκκλησία. Οργίλες φωνές και χτυπήματα δυνατά διαλύσανε την ετοιμόρροπη είσοδο. Ήταν μια ομάδα από τα φανατισμένα αγρίμια του Τοπάλ Οσμάν, που διψούσαν για αίμα.
Πάγωσε το εκκλησίασμα. Ο παπα Αρίστος σιώπησε. Δυο τσέτες τον άρπαξαν από τις μασχάλες και τον έσυραν έξω από την εκκλησία. Δεν έμαθαν πού τον πήγαν. Από εκείνο το βράδυ δεν τον ξαναείδαν στο χωριό.
Η μανία των τσετέδων δεν περιορίστηκε μόνο σ’ αυτήν την ενέργεια. Τα έκαναν όλα γυαλιά καρφιά.
Το εκκλησίασμα εγκατέλειψε αλαφιασμένο την εκκλησία. Το σώμα και το αίμα του Λυτρωτή του κόσμου το στερήθηκαν κι ας το περίμεναν σαράντα ολάκερες ημέρες. Ήταν η τελευταία Ανάσταση, που δεν έγινε στα μυρωμένα κι αγιασμένα χώματα της Ανατολής. Ήταν το προμήνυμα του ανελέητου ξεριζωμού, της άδικης εγκατάλειψης των προγονικών εστιών. Ήταν ένας ξεριζωμός που τον ήθελαν και συνεργήσανε χωρίς ντροπή για την πραγματοποίησή του οι Δυνατοί της Ευρώπης. Κι όλο αυτό για να ικανοποιήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Και μαζί με την ικανοποίηση των συμφερόντων τους σταυρώσανε τον Ελληνισμό, στον οποίο χρωστάνε πολλά.
Η αχαριστία στο αποκορύφωμά της. Ούτε που τους τύπτει η συνείδησή τους διαβάζοντας τον ηχηρό λόγο της Ε. Γλύκατζη – Αρβελέρ: «Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα;».