ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2022 ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΘΛΙΒΕΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΩΝ 100 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΤΡΟΠΗ «ΝΑ ΘΑΥΜΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΝΑ ΕΜΠΝΕΥΣΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΑΥΤΑ, ΜΗΠΩΣ ΣΥΝΕΛΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΝΑΤΑΞΟΥΜΕ ΤΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ»
Το ημερολόγιο της Ιεράς Μητρόπολης Δράμας για το έτος 2022 είναι αφιερωμένο στον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας και στα επιτεύγμάτα του. Με τον τρόπο αυτό, όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, «συμμετέχει καί ἡ μαρτυρική Μητρόπολις Δράμας στήν ἑκατονταετηρίδα ἀπό τήν ἀναγκαστική ἔξοδο τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους ἀπό τήν τρισχιλιετῆ κοιτίδα του». Όπως σημειώνει ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος «η θλιβερή ἐπέτειος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς και η εξαφάνιση του πολιτισμού που αποτελούσε «χρυσό περιδέραιο μαργαριτῶν καί σαπφείρων» μᾶς προτρέπει σέ ἀναστοχασμό, περισυλλογή καί ἀποκάθαρση τῆς ἱστορίας ἀπό τήν σκουριά πού ἐπικάθησε πάνω της λόγῳ τῶν παθῶν καί τῶν λαθῶν μας». «Ἄς θαυμάσουμε τά κατορθώματα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἄς ἐμπνευσθοῦμε ἀπό αὐτά, μήπως συνέλθουμε καί ἀνατάξουμε τίς πνευματικές μας δυνάμεις γιά τό καλό τῆς Ἑλλάδος», αναφέρει ο Μητροπολίτης Δράμας.
Αναλυτικά το περιεχόμενο του ημερολογίου έχει ως εξής:
Πρόλογος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου
Ἡ θλιβερή ἐπέτειος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς μᾶς προτρέπει σέ ἀναστοχασμό, περισυλλογή καί ἀποκάθαρση τῆς ἱστορίας ἀπό τήν σκουριά πού ἐπικάθησε πάνω της λόγῳ τῶν παθῶν καί τῶν λαθῶν μας.
Γιά ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια αἰτιώμεθα καί καταρώμεθα μόνο τούς Τούρκους γιά ὅσα τραγικά συνετελέσθησαν. Ξεχνᾶμε τούς ἠθικούς αὐτουργούς τοῦ δράματος, τούς ὁποίους θεωροῦμε φίλους καί προστάτες μας μέχρι σήμερα. Σέ μακρά τηλεγραφική συνομιλία στίς 27/28 Σεπτεμβρίου 1919 μέ τόν Ἀμπντούλ Κερίμ πασᾶ ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ πασᾶς ἐμπιστευτικά τοῦ ἀνακοινώνει ὅτι «οἱ Ἀμερικανοί, οἱ Γάλλοι, οἱ Ἰταλοί, καί τέλος αὐτοί οἱ Ἄγγλοι ἐπείσθησαν ὅτι ὁ λαός ἡμῶν εἶναι ἐν τῷ δικαίῳ καί ὅτι οἱ σκοποί αὐτοῦ εἶναι νόμιμοι (…) Τά ἐθνικά στρατεύματα βέβαια περί τῆς φιλίας τῶν Ἄγγλων εἶναι ἕτοιμα νά προβῶσιν ἀμέσως εἰς δρᾶσιν». Καί ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ἀναφέρει, «τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ δύο μεγάλων χριστιανικῶν Δυνάμεων τῆς Δύσεως κατά τά ἔτη 1919-1922 τό ἐθνικόν κίνημα τῶν Τούρκων τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ πασᾶ συνεπλήρωσε τό ἔργον τῶν Νεοτούρκων (…), καί ἐπῆλθε κατά Αὔγουστον τοῦ 1922 ἡ Μικρασιατική καταστροφή, καί ἐπηκολούθησεν ἐν ἔτει 1923 ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν καί ἡ ἐντεῦθεν ἐρήμωσις Πόντου, Μικρᾶς Ἀσίας καί Θράκης, καί ἡ καταστροφή ὁλοκλήρου Χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ».
Τό ἀνά χεῖρας ἡμερολόγιο παρουσιάζει τόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τά ἐπιτεύγματά του. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω ὅτι στίς ἀκτές τοῦ κόλπου τῆς Κίου τῆς Προποντίδας ὑπῆρχαν μέχρι τήν Μικρασιατική καταστροφή κωμοπόλεις καί χωριά μέ πληθυσμό κατά συντριπτική πλειοψηφία ἑλληνικό. Ἡ Κίος εἶχε 17.725 κατοίκους, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 16.800 ἦταν Ἕλληνες. Εἶχε πέντε ἐκκλησίες καί τρία σχολεῖα. Τά Μουδανιά μέ 5.900 κατοίκους ἀπό τούς ὁποίους οἱ 4.000 ἦταν Ἕλληνες. Εἶχε τρεῖς ἐκκλησίες καί ἕξι ἑλληνικά σχολεῖα. Ἡ Πάνορμος μέ 3.500 κατοίκους ἀπό τούς ὁποίους οἱ 2.000 ἦταν Ἕλληνες. Ἡ Συγή μέ 3.500 κατοίκους, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 3.000 Ἕλληνες. Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντῖνος ὁ Στ’. Τό Νεοχώρι μέ ὅλους τούς κατοίκους Ἕλληνες. Τό Παλλαδάρι μέ 3.000 κατοίκους ὅλους Ἕλληνες. Ἡ Μυσόπολις μέ 1.500 κατοίκους ὅλους Ἕλληνες. Ὅλος αὐτός ὁ πολιτισμός πού ἀποτελοῦσε «χρυσό περιδέραιο μαργαριτῶν καί σαπφείρων» δέν ὑπάρχει πιά γιά τόν Ἑλληνισμό.
Ὅμως «θρήνου ὁ καιρός πέπαυται». Ἄς θαυμάσουμε τά κατορθώματα τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἄς ἐμπνευσθοῦμε ἀπό αὐτά, μήπως συνέλθουμε καί ἀνατάξουμε τίς πνευματικές μας δυνάμεις γιά τό καλό τῆς Ἑλλάδος. Τό ξεκαθάρισμα τοῦ παρελθόντος εἶναι εὐεργετική διαδικασία πού ἀποτρέπει τήν ἐπανάληψη τῶν θλιβερῶν γεγονότων. Ὅσοι θυμοῦνται, ὑπενθυμίζουν, ἀρνοῦνται τήν σιωπή, αὐτοί βρίσκονται στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας εἴτε τό γνωρίζουν εἴτε ὄχι.
Ὅσα συνέβησαν πρίν ἀπό ἑκατό χρόνια δέν μποροῦν νά πεταχθοῦν στόν κάλαθο ἀχρήστων τῆς Ἱστορίας, διότι, σύμφωνα μέ τόν ἀκαδημαϊκό καί ἀκτιβιστή γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα Ἄριελ Ντόρφμαν, «Ἴσως τελικά τό παρελθόν δέν δολοφονεῖται τόσο εὔκολα, ὅσο θά ἤθελαν νά ἐξαγγείλουν κάποιοι ἀπό αὐτούς πού βρίσκονται στήν ἐξουσία. Τό μυστικό φῶς τῶν ἀνδρῶν καί τῶν γυναικῶν πού ἔδωσαν τίς ζωές τους γιά ὅσα πίστευαν δέν μπορεῖ νά ἐξαλειφθεῖ ὁλότελα. Ὄχι, ὅσο σέ αὐτόν τόν κόσμο ὑπάρχει κάποιος πού εἶναι πρόθυμος νά τούς θυμηθεῖ καί νά τούς ἀναστήσει. Αὐτό ἀπό μόνο του ἀρκεῖ· ἕνα πρόσωπο πού κράζει μέσα σέ μιά ἠθική ἐρημιά… Μερικές φορές εἶναι σωστό νά ὀνειρεύεσαι τό ἀδύνατο, νά ζητᾶς τό ἀδύνατο, νά κράζεις γιά τό ἀδύνατο. Ὑπάρχει ἡ πιθανότητα ἡ ἱστορία νά ἀκούει. Ὑπάρχει ἡ πιθανότητα ἡ ἱστορία νά ἀπαντήσει».
Μέ τίς σκέψεις αὐτές καί μέ τό βλέμμα στραμμένο πρός τήν ἱερά σκιά τοῦ προκατόχου μου ἁγίου Ἱερομάρτυρος Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου τά τίμια αἵματα κατήρδευσαν τήν Σμυρναϊκή γῆ, καί τά ἱερά λείψανα ἁγιάζουν τήν γῆ τῆς Ἰωνίας, συμμετέχει καί ἡ μαρτυρική Μητρόπολις Δράμας στήν ἑκατονταετηρίδα ἀπό τήν ἀναγκαστική ἔξοδο τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους ἀπό τήν τρισχιλιετῆ κοιτίδα του.
ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Μικρά Ἀσία, ἡ «πατρίδα τῶν αἱμάτων καί τῶν δραμάτων», ὅπως τήν χαρακτήρισε ὁ Κωστής Παλαμᾶς, ἡ γῆ τήν ὁποία πολλοί θέλησαν, πολλοί τραγούδησαν καί πολλοί δάκρυσαν ἀκούγοντας τήν ἱστορία της…
Ποιά εἶναι ἀκριβῶς ἡ Μικρά Ἀσία;
Εἷναι ἡ μεγάλη χερσόνησος δυτικά τῆς Ἀσιατικῆς ἡπείρου πού βρέχεται βόρεια, δυτικά καί νότια ἀπό τρεῖς θάλασσες. Τόν Εὔξεινο Πόντο (Μαύρη θάλασσα), τό Αἰγαῖο πέλαγος καί τή Μεσόγειο. Ἀνατολικά ἡ Μικρά Ἀσία ὁρίζεται ἀπό μιά νοητή γραμμή πού ξεκινᾶ ἀπό τόν κόλπο τῆς Ἀλεξανδρέτας στήν Ἀντιόχεια και φτάνει ὥς τήν Τραπεζούντα.
Ποικιλώνυμοι λαοί ἀναζήτησαν καλύτερους ὅρους ζωῆς στή Μ. Ἀσία, οἱ Φρύγες, πού ἐκτόπισαν τούς Χεταίους, τούς πρώτους κατοίκους της, οἱ Μυσοί, οἱ Κιμμέριοι, οἱ Λυδοί, οἱ Κάρες οἱ Λύκιοι, οἱ Ἀρκάδες.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες διαιροῦσαν τή Μικρά Ἀσία σέ 15 χῶρες, τόν Πόντο, τήν Παφλαγονία καί τή Βιθυνία στά βόρεια. Τή Μυσία (Μυγδονία, Τρωάδα, Αἰολίδα), τή Λυδία (Μαιονία, Ἰωνία) καί τήν Καρία στά δυτικά. Τή Λυκία, Πισιδία, Παμφυλία καί Κιλικία στά νότια, καί τή Φρυγία, τήν Ἰσαυρία, τή Λυκαονία, τή Γαλατία καί τήν Καππαδοκία στό μέσον.
Ἀνέκαθεν ἡ Μικρά Ἀσία ἦταν πατρίδα τῶν Ἑλλήνων. Ἑλληνικές ἀποικίες στό χῶρο της ἱδρύθηκαν πολύ νωρίς – ἀπό τόν 14ο αἰ. π.Χ. – ἀρχικά ἀπό Αἰολεῖς καί ἀργότερα ἀπό Ἴωνες, πού ἀποίκησαν τά παράλια τῆς Λυδίας καί τῆς Καρίας καί ἐπέκτειναν τίς δραστηριότητές τους ὥς τά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
Τόν 6ο αἰ. π.Χ. οἱ ἑλληνικές ἀποικίες ὑποτάχθηκαν στόν βασιλιά τῆς Λυδίας Κροῖσο καί ἀργότερα στόν βασιλιά τῆς Περσίας Κῦρο.
Ἡ παρουσία τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου στόν Μικρασιατικό χῶρο τόν 4ο αἰ. π.Χ. ἦταν καταλυτική. Ὑπέταξε τό Περσικό κράτος καί ἔδωσε στίς ἑλληνικές πόλεις τήν ἀνεξαρτησία τους. Οἱ διάδοχοί του ἐπέτρεψαν σ’ αὐτές νά διατηρήσουν τίς περισσότερες ἀπό τίς ἐλευθερίες τους. Εἶναι ἡ ἐποχή τῆς πιό μεγάλης ἀνάπτυξής τους.
Ὁ Χριστιανισμός ἐπέφερε ριζικές ἀνακατατάξεις στή Μικρά Ἀσία, πού στηρίχθηκαν στίς ἐξελληνιστικές προσπάθειες τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι ἡ Μικρά Ἀσία ἀποκτᾶ ἑνιαία μορφή καί παράλληλα μέ τόν ἐκχριστιανισμό της ἐξελληνίζεται.
Ἐμφανίζονται, ὡστόσο, καί πάλι ποικιλώνυμοι ἐχθροί πού ἐπιβουλεύονται τόν φυσικό καί ὑλικό πλοῦτο της. Προηγοῦνται χρονικά οἱ Πέρσες, πού θά ταλαιπωρήσουν τό Βυζάντιο, καί ἀκολουθοῦν οἱ Ἄραβες. Νέοι ἐχθροί ἐμφανίζονται τόν 11ο αἰ., οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι, πού καταστρέφουν ὁλόκληρες ἐπαρχίες της καί στή συνέχεια οἱ Ὀθωμανοί μέ τόν Μωάμεθ Β’ τόν πορθητή, πού κυριεύουν ὁλόκληρη τή Μικρά Ἀσία μέχρι τήν Τραπεζούντα. Ἔτσι ἡ Μικρά Ἀσία περιέρχεται στό ἔλεός τους.
Ἡ ἀκμή τοῦ πολιτισμοῦ της ἀναστέλλεται σέ ὅλους τούς τομεῖς. Παντοῦ ἐπικρατεῖ ἡ καταστροφή καί ἡ εἰκόνα τῆς ἐρήμωσης. Τό ἐμπόριο καί ἡ γεωργία εἶναι ἀνύπαρκτα. Οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί ἐξοντώνονται καί ἐπιχειροῦνται βίαιοι ἐξισλαμισμοί.
Χρειάστηκαν τρεῖς αἰῶνες, γιά νά ἀναλάβουν τίς δυνάμεις τους οἱ πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μετά τήν τουρκική καταστροφή. Τό ξύπνημα ἀπό τόν λήθαργο θά ἀρχίσει μέ κάποιες δειλές προσπάθειες Ἑλλήνων ἐποίκων στά τέλη τοῦ 18ου αἰ., στόν ἐμπορικό τομέα ἀρχικά, στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί κυρίως στή Σμύρνη. Ἡ ἀναγέννηση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συντελεῖται στό τέλος τοῦ 18ου αἰ., γιά νά ἀκολουθουθήσουν οἱ σφαγές καί οἱ καταστροφές τοῦ 1821 καί 1822. Ἡ εὐημερία ἀποκαθίσταται ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰ., λόγω τῆς μεγάλης ἀνάπτυξης καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ένδιαφέροντος γιά τόν χῶρο.
Παράλληλα ἐμφανίζονται καί οἱ διάφορες τάσεις ἐπιρροῆς στή Μικρά Ἀσία, πού κατάντησε τό μῆλο τῆς ἔριδος γιά τίς Μεγάλες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς.
Κατά τή διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἡ Μικρά Ἀσία ἀποτέλεσε τό λεγόμενο ἀνατολικό μέτωπο, ὅπου οἱ Σύμμαχοι τῆς Ἀντάντ ἀντιμετώπισαν τούς Γερμανούς. Ἡ τύχη τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ παίχθηκε μέ τή μεταστροφή τῶν συμμάχων τῆς Ἀντάντ ὑπέρ τῶν Τούρκων, ἐξαιτίας τοῦ σφοδροῦ ἀνταγωνισμοῦ τους στήν περιοχή. Ἔτσι, ἐνῶ ἡ ἀνακωχή τοῦ Μούδρου τό 1918 προέβλεπε ἀφοπλισμό τῶν Τούρκων καί δικαίωνε τούς Ἕλληνες, δέν ἐφαρμόστηκε. Ἀντίθετα, ἡ κρυφή βοήθεια καί συνδρομή τῶν Συμμάχων στόν Κεμάλ ὁδήγησε στήν ἧττα τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ, στούς ἐκτοπισμούς, στίς σφαγές καί στήν πλήρη ἐπικράτηση τῶν Τούρκων στή Μικρά Ἀσία.
Στήν καταστροφή τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μεγίστη ἦταν ἡ συμβολή τῆς Γερμανίας. Θέλοντας νά καταστήσει τή Μικρά Ἀσία Γερμανική ἀποικία καί πολιτική ἐπαρχία τῆς αὐτοκρατορίας της ἀγωνίστηκε ἐπί ἕνα τέταρτο τοῦ αἰώνα νά δημιουργήσει στή Μικρά Ἀσία μιά ἀγορά γιά τή βιομηχανία της, ἕνα πεδίο δράσης γιά τό ἐμπόριο καί τήν οἰκονομία της. Κατά τή διάρκεια τῶν Ἑλληνοτουρκικῶν πολέμων τοῦ 1897 καί τοῦ 1912 ἐξόπλισε τόν τουρκικό στρατό μέ σύγχρονα ὅπλα καί τόν ἐκπαίδευσε μέ τή βοήθεια Γερμανῶν Στρατιωτικῶν. Τέλος ἐκμεταλλεύτηκε τίς προσωπικές φιλοδοξίες τῶν Νεότουρκων καί τούς ἔσπρωξε νά ἐκκενώσουν τή Μικρά Ἀσία ἀπό τούς Ἀρμένιους καί τούς Ἕλληνες, τά δύο αὐτά μεγάλα ἐνεργά στοιχεῖα πού θά μποροῦσαν νά σταθοῦν ἐμπόδιο στίς φιλοδοξίες της, γιά νά τούς ἀντικαταστήσει μέ Γερμανούς ἐποίκους. Ἕνα ἑκατομμύριο Ἕλληνες ἐκτοπίστηκαν ἤ ἀναγκάστηκαν νά φύγουν, ἑξακόσιες χιλιάδες καταστράφηκαν καί πάνω ἀπό ἕνα ἑκατομμύριο Ἀρμένιοι σφαγιάστηκαν μέ τίς ὑποδείξεις καί τίς πιέσεις τῆς Γερμανίας μέχρι τό 1919.
Οἱ διωγμοί μέ τήν καθοδήγηση τῶν Γερμανῶν ξεκίνησαν μετά τούς Βαλκανικούς πολέμους καί διενεργήθηκαν σέ ὅλη τή διαρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918) καί σέ δεύτερη φάση μετά τήν ἀπόβαση τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Σμύρνη μέχρι τήν Καταστροφή τοῦ 1922. Ὁ ἐπιδιωκόμενος σκοπός ἦταν ἡ ἐκδίωξη τῶν πληθυσμῶν. Οἱ σφαγές καί ἡ καταστροφή χρησιμοποιοῦνταν, γιά νά σκορπίσουν τόν τρόμο καί νά προκαλέσουν τήν ἔξοδο τῶν πληθυσμῶν ἀπό τή Μικρά Ἀσία.
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία γιά τή συνενοχή τῆς Γερμανίας στό σύνολο τῶν μέτρων πού ἐληφθησαν. Τό καταμαρτυροῦν τά γραπτά τῶν παγγερμανιστῶν Γερμανῶν δημοσιογράφων, τῶν ξένων ἀνταποκριτῶν, καί οἱ μαρτυρίες τοῦ πρέσβη τῆς Ἀμερικῆς.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Ἡ Μικρά Ἀσία ὑπῆρξε τό λίκνο τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ πολιτισμοῦ. Οἱ Ἕλληνες ἔζησαν ἐπί 3.500 χρόνια στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀλλά καί στήν ἐνδοχώρα, καί ὁ χῶρος της λειτούργησε ὡς κέντρο διάδοσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ὡς γέφυρα μεταξύ Εὐρώπης καί Ἀσίας.
Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός πού πήγασε ἀπό τή Μικρά Ἀσία ἦταν ἀποτέλεσμα συνεχῶν ἀγώνων, ἐργασίας καί σκέψης. Ἐκεῖ γεννήθηκε ἡ ἐπιστήμη μέ τόν ἐμπειρικό καί ὀρθολογικό χαρακτήρα της. Ἐκεῖ συζεύχθηκε ἁρμονικά ἡ θεωρία μέ τήν πράξη. Ἐκεῖ ἀναπτύχθηκε τό ἐλεύθερο πνεῦμα, ἡ ἀγάπη γιά τήν ἀνεξαρτησία. Ἐκεῖ ἡ θρησκεία κατοχύρωσε τόν πνευματικό της χαρακτήρα. Ἐκεῖ καθιερώθηκε ἡ δημοκρατία, ἐπιβλήθηκε ἡ ἰσονομία καί ἐπικράτησε ἡ ἰσορροπία. Ἀλλά καί οἱ τέχνες καί οἱ τεχνικές ἀπό ἐκεῖ κατάγονται. Ὅλα αὐτά συντελέστηκαν διαχρονικά καί ἀέναα, ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὥς τή Βυζαντινή ἐποχή.
Ὁ πολιτισμός τῆς Ἑλλάδας τήν ἐποχή τοῦ Περικλῆ εἶχε προετοιμαστεῖ ἀπό δύο ἤ τρεῖς αἰῶνες ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ στή Μικρά Ἀσία.
Μετά τήν πτώση τῆς Ἀθήνας θά εἶχε ἴσως σβήσει καί δέν θά εἶχε κατακτήσει τή Δύση, ἄν δέν εἶχε ἀνάψει ξανά στίς ἀκτές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου εἶχε γεννηθεῖ καί ἀπ’ ὅπου οἱ μεγάλες πόλεις τόν εἶχαν διαδώσει στόν ὑπόλοιπο κόσμο.
Μίλητος, Ἔφεσος, Σμύρνη, Κολοφώνα, Κλαζομενές, Πριήνη, Τέω Ἀλικαρνασσός, Πέργαμος Νίκαια, Ἀμάσεια εἶναι οἱ πόλεις ὅπου γεννήθηκαν οἱ ἐπιστῆμες.
Ἐκπρόσωποί τους εἶναι οἱ φυσικοί φιλόσοφοι Θαλῆς, Ἀναξίμανδρος, Ἀναξιμένης ἀπό τή Μίλητο, Ἀναξαγόρας ἀπό τίς Κλαζομενές, Ἠράκλειτος ἀπό τήν Ἔφεσο, ὁ ποιητής καί φιλόσοφος Ξενοφάνης ἀπό τήν Κολοφών, ὁ Βίας ὁ Πριηνεύς – ἕνας ἀπό τούς ἑπτά σοφούς τῆς ἀρχαιότητας, οἱ ἀστρονόμοι καί μαθηματικοί Ἀπολλώνιος ἀπό τήν Πέργη, Ἵππαρχος ἀπό τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ὁ ἰατρός Γαληνός ἀπό τήν Πέργαμο, οἱ γεωγράφοι Ἑκαταῖος ὁ Μιλήσιος, Στράβων ἀπό τήν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου, Παυσανίας ἀπό τή Λυδία. Ὁ ἀρχιτέκτονας, πολεοδόμος, φυσικός, μαθηματικός, μετεωρολόγος καί φιλόσοφος Ἱππόδαμος ἀπό τή Μίλητο. Οἱ ἀρχιτέκτονες Ἀρκέσιος ἀπό τίς Τράλλεις, Πύθεος ὁ Ἀλικαρνασσεύς, Ἑρμογένης ὁ Πριηνεύς.
Ἀπό τή Μικρα Ἀσία καταγόταν ὁ πατέρας τῆς Ἱστορίας Ἡρόδοτος ὁ Ἀλικαρνασσεύς. Στή Μικρά Ἀσία γεννήθηκε ἡ ποίηση. Ὁ Ὅμηρος καταγόταν ἀπό τή Σμύρνη (ἤ τή Χίο). Ἐδῶ γεννήθηκαν οἱ λυρικοί ποιητές Καλλίνος ὁ Ἐφέσιος, Μίμνερμος ὁ Κολοφώνιος, Φωκυλίδης ὁ Μιλήσιος, Ἀνακρέων ἀπό τήν Ἰωνία, Ἀλκμάνας ἀπό τή Λυδία (ἤ τήν Ἰωνία).
Ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε στήν Ἰουδαία ἀλλά πολύ γρήγορα ἐξαπλώθηκε στή Μικρά Ἀσία ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Ἐπί δύο χρόνια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κηρύττει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ στήν Ἔφεσο καί ἱδρύει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἀναδείξει ἑκατοντάδες ἐκκλησιαστικά στελέχη καί μάρτυρες. Μετά τό θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἔρχεται στήν Ἔφεσο ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος θά κάνει τήν Ἔφεσο κέντρο τῆς διδασκαλίας του καί μέ ἄσβεστη φλόγα θά διατρέξει ἀσταμάτητα τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Ἰωνίας γιά δεκατρία ὁλόκληρα χρόνια, αὐξάνοντας τόν ἀριθμό τῶν πιστῶν καί ὁλοκληρώνοντας τό ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐπί αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ ὁ Ἰωάννης θά ἐξοριστεῖ στήν Πάτμο, ὅπου θά γράψει τήν «Ἀποκάλυψη», καί θά ἐπανέλθει στήν Ἔφεσο, ὅπου θά συγγράψει τό Εὐαγγέλιό του.
Στή Μικρά Ἀσία βρίσκονται οἱ ἑπτά Ἐκκλησίες τῆς Ἀποκαλύψεως: Ἔφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια. Στίς μεγάλες Οἰκουμενικές Συνόδους πού ἔγιναν στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας(στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, στήν Ἔφεσο, στή Χαλκηδόνα) μπῆκαν τά θεμέλια τῆς δογματικῆς καί τῆς λατρείας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Στό ἐσωτερικό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στόν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας, στίς πλαγιές τοῦ Σίπυλου βορειοδυτικά τῆς Σμύρνης, στήν Καππαδοκία, στήν Τραπεζούντα ἀνθεῖ ὁ Μοναχισμός. Χτίζονται Μοναστήρια, βυζαντινές ἐκκλησίες, δημιουργοῦνται πρωτότυπα ἔργα βυζαντινῆς τέχνης καί ἁγιογραφίας.
Ἡ Μικρά Ἀσία ἔδωσε στή Βυζαντινή αὐτοκρατορία τίς κυριότερες βασιλικές οἰκογένειες: Τούς Ἰσαύρους, πολλούς μονάρχες τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας, ὅπως τόν Νικηφόρο Φωκᾶ, τόν Ἰωάννη Τσιμισκῆ κ.ἄ., τούς Κομνηνούς, τούς αὐτοκράτορες τῆς Νίκαιας, τούς Παλαιολόγους.
Μετά τήν κατάκτηση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Ὀθωμανούς ἡ βαρβαρότητα ἦρθε νά καταλύσει τόν πολιτισμό, νά ἀνακόψει ἔστω καί προσωρινά τή θαυμαστή πορεία του.
Ἀποτέλεσμα μακρᾶς διεργασίας ὑπῆρξε ἡ ἀναγέννηση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πού ἐκδηλώθηκε ἐκρηκτικά τόν 18ο αἰώνα. Ξεκίνησε ἀπό τά παράλια καί ἦταν ἀπόρροια τῆς οἰκονομικῆς ἄνθησης, τῆς ἀνάπτυξης τῶν κοινοτήτων, τῆς διοικητικῆς καί πνευματικῆς ἱκανότητας τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀκμῆς τοῦ ἐμπορίου καί τῆς ἀκτοπλοΐας, τῆς σπουδαίας ἐκπαίδευσης πού καλλιέργησαν οἱ Μικρασιάτες.
Οἱ Ἕλληνες μέ τά πνευματικά χαρίσματα πού διέθεταν κατάλαβαν πολύ γρήγορα πώς ἡ ἀνόρθωση καί ἡ ἀπελευθέρωσή τους θά μποροῦσαν νά πραγματοποιηθοῦν κυρίως μέσω τῆς ἐκπαίδευσης καί τῆς μόρφωσης. Ἔτσι ἔδωσαν βαρύτητα στήν ἵδρυση Ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων καθώς καί Συλλόγων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σκοπό νά προσφέρουν μόρφωση, νά διαδώσουν τίς ἐπιστῆμες καί τά γράμματα καί νά συνεισφέρουν στή γενική πρόοδο, ἐνθαρρύνοντας τίς φιλολογικές καί ἐπιστημονικές ἐργασίες. Σχεδόν κάθε πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας διαθέτει ἕνα Σύλλογο γιά τήν προώθηση τῶν γραμμάτων καί τήν ἵδρυση σχολείων.
Ἡ Σμύρνη ἔγινε ἡ μητρόπολη τοῦ Ἑλληνισμοῦ στή Μικρά Ἀσία. Κοντά σ’ αὐτήν ἀναπτύχθηκε ὁ Τσεσμές, ἀπέναντι ἀπό τή Χίο, τά Βουρλά, ἡ Φώκαια, ἡ Ἔφεσος, τό Ἀϊβαλί (οἱ Κυδωνίες). Στά βόρεια ἄκμασαν ἡ Νικομήδεια, ἡ Ἡράκλεια τοῦ Πόντου, ἡ Σινώπη, ἡ Τραπεζούντα, ἡ Σαμψούντα – ἡ ἀρχαία Ἀμισός- ἡ Ἀργυρούπολη καί ἄλλες μικρότερες πόλεις.
Κατά μιά γενική στατιστική πού δημοσιεύθηκε τό 1919, μέ βάση τούς πίνακες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, οἱ Νεότουρκοι μετά τούς Βαλκανικούς Πολέμους καί τήν Διάκεψη τοῦ Βουκουρεστίου (1913-1914) ἐκτόπισαν ἀπό τήν ὀθωμανική ἐπικράτεια 284.172 χριστιανούς, παρ’ ὅτι εἶχε ἀρχίσει ἡ συζήτηση γιά τήν «Ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν» μεταξύ τοῦ Βενιζέλου καί τοῦ τούρκου πρεσβευτῆ στήν Ἀθήνα Γκαλίπ Κεμαλῆ γιά τήν «οἰκειοθελῆ ἀνταλλαγή» τῶν 900.000 Ἑλλήνων μέ τουρκική ὑπηκοότητα μέ τό 1.000.000 μουσουλμάνων τῆς ἑλληνικῆς ὑπηκοότητος, προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν οἱ συγκρούσεις μεταξύ τῶν δύο χωρῶν γιά τίς Μειονότητες. Σ᾿ αὐτούς προστέθηκαν κατά τήν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) καί ἄλλοι 489. 743. Στό διάστημα 1912-1918 οἱ διωκόμενοι πού τό σύνολό τους ἀνέρχεται σέ 773.815 ἀναζήτησαν ἀπό τήν Θράκη ἄσυλο ὄπισθεν τῶν ἑλληνικῶν συνόρων. Οἱ ἐγγύτεροι στά νησιά τοῦ Αἰγαίου Μικρασιάτες κατέφυγαν στήν Λέσβο γύρω στίς 38.000 μέχρι 47.000, στήν Χίο ἀπό 17.000 μέχρι 18.000, καί στήν Σάμο περί τούς 15.187 ὁμογενεῖς φυγάδες. Αὐτοί πού κρατήθηκαν ὡς ὅμηροι στά χέρια τῶν Τούρκων δέν εἶναι εὔκολο νά ὑπολογισθοῦν. Ἡ μόνη ἀψευδής μαρτυρία εἶναι οἱ «ὁμαδικοί τάφοι» τῶν χιλιάδων ἐκτελεσθέντων μέ ἀγριότητα χριστιανῶν πού βρίσκονται κάθε τόσο στήν ἐνδοχώρα καί μάλιστα σέ περιοχές πού δέν διεξήχθησαν ποτέ μάχες, γιά νά ἀποδοθοῦν σέ θανάτους ἀπό τούς ἑλληνοτουρκικές ἐχθροπραξίες!
Ὅμως μέ τήν διαρραγή τοῦ μετώπου τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 ὁ ἑλληνικός στρατός ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ καί νά συμπαρασύρει μαζί του καί τό χριστιανικό στοιχεῖο τῆς μικρασιατικῆς κοινωνίας, τό ὁποῖο ἐγκατέλειπε τίς πατρογονικές του ἑστίες τῆς Ἰωνίας, τῆς Μυσίας καί τῆς Βιθυνίας ὑπό συνθῆκες πανικοῦ. Τρέπεται πρός τά παράλια τοῦ Αἰγαίου καί τῆς Προποντίδος γιά νά διαφύγει ἀπό τήν ἐκδικητικότητα τῶν νικητῶν πού προέβαιναν σέ ἐκκαθαρίσεις καί τῶν ἀμάχων. Τότε διαπράχθηκαν φρικτά ἐγκλήματα πολέμου πού περιγράφηκαν σέ πολλά βιβλία καί ἄρθρα ἀπό ξένους ἀνταποκριτές. Αὐτόπτες μάρτυρες τῶν συμβάντων κατέθεσαν πολλά φρικτά, ὅταν ἔφθασαν μέ τήν «ψυχή στό στόμα» στά πλοῖα γιά νά διασωθοῦν στά ἐλευθερωθέντα ἐδάφη τοῦ Γένους. Ἐπιβιβάζονται σέ κάθε πλωτό μέσο μέ τά ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων τους καί τίς ἱερές εἰκόνες, τά ἅγια λείψανα καί τά ἱερά κειμήλια τῶν ναῶν τους, γιά νά φθάσουν σέ πλοῖα πού θά τούς διεκπεραιώσουν σέ ἀσφαλῆ ἐδάφη. Οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν τῶν προσφύγων διατήρησαν μέχρι σήμερα στήν μνήμη τους τίς τραγικές διηγήσεις τῶν πατέρων τους γιά τίς ὀδυνηρές συνθῆκες ἐκείνων τῶν ἡμερῶν τῆς τραγικῆς αὐτῆς Ἐξόδου, ἴσως ἀπό τίς πλέον σπάνιες γιά τήν ἀγριότητά της στήν παγκόσμια Ἱστορία!
Οἱ πρόσφυγες τῶν 35 Μητροπόλεων τῆς Ἀνατολῆς πού διεσπάρησαν κυρίως στίς λεγόμενες Νέες Χῶρες καί στήν Παλιά Ἑλλάδα διατήρησαν ἀκέραια τήν ὀρθόδοξη καί ἐθνική τους συνείδηση ὅτι προέρχονται ἀπό τήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καί οἱ λοιπές ἐπαρχίες ἐν Ἑλλάδι. Μέ τήν σύναξη τῶν χριστιανῶν ἐξ Ἀνατολῆς συντελέσθηκε ἡ «ὁμοιογένεια τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος» σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία καί ἀποτρέπει κάθε μονομερῆ ἀπόπειρα ἀνατροπῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ status στήν ἑλληνική ἐπικράτεια.
Τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν Ἑλληνορθοδόξων πού κατοικοῦσαν στίς ἐγκαταλειφθεῖσες περιοχές τόν ἀγνοοῦμε, διότι οἱ Τοῦρκοι κατέγραφαν τότε στίς καταστάσεις τους μόνον τούς ἄρρενες καί ὄχι ὅλα τά μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. Εἰδικά τότε τό σύνολο τοῦ πληθυσμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατά τόν Vital Cuinet ἦταν 8.719.851, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπῆρχαν 1.037.362 χριστιανοί ἄνδρες ἐκ τῶν ὁποίων τό 80% ἦταν ἑλληνορθόδοξοι Ρωμιοί ἐπιζήσαντες ἐκεῖ ὅλη τήν ὑστεροβυζαντινή περίοδο μέ τίς λοιπές διαφορετικές ἄλλες Mικρασιατικές φυλές πού ἐξισλαμίσθηκαν.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα τά ἀσφαλέστερα στοιχεῖα γιά τήν χαρτογράφηση τοῦ Ρωμαίϊκου πληθυσμοῦ στήν Τουρκία προέρχονται ἀπό τίς ἀκμάζουσες ἐκεῖ Μητροπόλεις τοῦ Πατριαρχείου. Μόνον στίς ἕνδεκα Μητροπόλεις τῆς Ἰωνίας, δηλαδή ἐκεῖνες τῆς Ἐφέσου, τῆς Σμύρνης, τῆς Φιλαδελφείας, τῆς Ἡλιουπόλεως, τῶν Ἀνέων, τῆς Κρήνης, τῶν Βρυούλων, τῆς Περγάμου καί τοῦ Ἀδραμυττίου, καθώς καί τῶν Μοσχονησίων καί τῶν Κυδωνιῶν, διακονοῦσαν 459 ἱερεῖς καί διάκονοι καί μόνον ἐξ αὐτῶν οἱ 112 διασώθηκαν καί ἦλθαν ὡς πρόσφυγες στήν Ἑλλάδα. Οἱ λοιποί 347 ἐξοντώθηκαν μέ πολλούς μαρτυρικούς τρόπους, καί τά σεπτά λείψανά τους μετά τῶν ἱεραρχῶν τους ἦταν κατατεθειμένα στήν ἐκεῖ πατρῴα γῆ.
Ὁ τότε Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀπαριθμεῖ σέ πρῶτο δημοσίευμά του τό 1922 τήν τεράστια συμφορά πού ἐπέφερε ἡ Καταστροφή τοῦ 1922 στήν Ἐκκλησία πού συνεστήθη ἐκεῖ πρό δύο περίπου χιλιετηρίδων! Στίς 11 ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες καταστράφηκαν: 10 Καθεδρικοί ναοί καί ἀναρίθμητες μεγάλες καί μικρές ἐκκλησίες μέ τούς θησαυρούς ἀρχαιολογικῶν κειμηλίων καί ἱερῶν εἰκόνων πού περιέκλειαν. Ἐκτός αὐτῶν καταστράφηκαν 20 Νοσοκομεῖα, 2 Βρεφοκομεῖα, 6 Ὀρφανοτροφεῖα, 2 Ψυχιατρεῖα, 3 Γηροκομεῖα, 1 Ἄσυλο Ἀστέγων, 27 Φιλόπτωχες Ἀδελφότητες, 19 Θρησκευτικές Ἀδελφότητες, 2 Αἴθουσες πολιτιστικῶν ὁμιλιῶν καί συναντήσεων, τά Διδασκαλεῖα Ἀρρένων καί Θηλέων, 3 Ἰδιωτικά Γυμνάσια, 1 Ἐμπορική Σχολή, 2 Οἰκοτροφεῖα, 18 Γυμναστικοί σύλλογοι, 19 Μουσεῖα καί Βιβλιοθῆκες, 46 Προσκοπικές ὀργανώσεις, 21 Φιλαρμονικοί σύλλογοι, 225 Συντεχνίες Ἐπαγγελματιῶν, 4 Γεωργικές ἑνώσεις, 209 Πατριωτικοί σύλλογοι καί Ἀδελφότητες καί 1 Συσσίτιο. Τά ἴδια συνέβησαν καί στίς Μητροπόλεις Κυζίκου, Δαρδανελλίων, Νικομηδείας, Νικαίας, Προύσης, Ἀγκύρας καί Προκοννήσου, πού πέρασαν σέ πρώτη φάση στήν Θράκη γιά νά σωθοῦν.
Οἱ Μητροπόλεις αὐτές ἐκτός ἀπό τήν εὐθύνη τῆς διαποιμάνσεως τῶν Ἑλληνορθοδόξων εἶχαν καί τήν φροντίδα τῆς καθ᾿ ὁλοκληρίαν μορφώσεως τῶν νεωτέρων γενεῶν, ἐνῶ οἱ τουρκικές ἀρχές κατέγραφαν κυρίως τούς κηδεμόνες τῶν χριστιανοπαίδων τῆς περιοχῆς τους. Ἔτσι, στήν περιοχή μόνον τῆς Σμύρνης καί τοῦ Ἀϊδινίου μαθήτευαν 345.749 ἑλληνορθόδοξοι, στήν Προῦσα 230. 737, στό Ἰκόνιον 73.000, στά Ἄδανα 46.200, στήν Ἄγκυρα 34.000, καί στήν Καππαδοκία, στήν Φρυγία, στήν Πισιδία κτλ. ἄλλοι 50. 830 μαθητές! Στά 698 σχολεῖα ἑλληνικῆς παιδείας πού ὑπῆρχαν στίς Μητροπόλεις τῆς Ἰωνίας, τῆς Βιθυνίας καί τῆς Καππαδοκίας ὑπηρετοῦσαν περίπου 1.165 Ἑλληνορθόδοξοι διδάσκοντες. Τό ἴδιο περίπου πλῆθος διδασκόντων καί μαθητῶν ὑπῆρχε καί στίς Παρευξείνιες 6 Μητροπόλεις τοῦ Πόντου: τῆς Ἀμασείας, τῆς Νεοκαισαρείας, τῆς Κολωνίας, τῆς Χαλδίας, τῆς Ροδοπόλεως καί τῆς Τραπεζοῦντος μέχρι πού ἀπεχώρησαν ἀπό ἐκεῖ οἱ τσαρικοί Ρῶσοι, καί οἱ μπολσεβίκοι παρέδωσαν τό 1919 καί πάλι στούς Τούρκους τά ὑπό τοῦ τσαρικοῦ στρατοῦ κατακτηθέντα ἐδάφη τοῦ Πόντου.
ΣΜΥΡΝΗ
Ἡ Σμύρνη ἀπό τήν προϊστορική ἀρχαιότητα ὑπῆρξε αἰολική ἀποικία. Ὁ ὡραῖος καί καλά προστατευμένος κόλπος της μέ τό ἀσφαλές λιμάνι της τή βοήθησε νά γίνει ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς της ἕνα ἀπό τά θαυμάσια ἐμπορικά κέντρα ὄχι μόνο τοῦ Αἰγαίου ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς Μεσογείου.
Ἡ πόλη τῆς Σμύρνης καταστράφηκε μετά ἀπό ἐπιδρομές. Ἡ καινούργια πόλη πού ἔλαμψε γιά αἰῶνες στή Μικρά Ἀσία, αὐτή πού διέσωσε καί διατήρησε τήν Ἑλληνική κληρονομιά τῆς Ἰωνίας, πού φώτισε μέ τό φῶς τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ τήν Ἀνατολή, ἡ Σμύρνη τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ «ἄπιστη Σμύρνη» – Γκιαούρ Ἰζμίρ, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι, δίνοντας ἔτσι – ἔστω καί ἄθελά τους – τή δική τους ὁμολογία γιά τήν ἑλληνικότητά της, δέν ἦταν ἄλλη ἀπό αὐτήν πού ξανάχτισε ἀπό τήν ἀρχή ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος στούς πρόποδες τοῦ χαμηλοῦ βουνοῦ της, τοῦ Πάγου.
Οἱ διάδοχοι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τήν ἀσφάλισαν μέ ἰσχυρά κάστρα καί τή στόλισαν μέ μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα, βιβλιοθῆκες, θέατρα, μνημεῖα. Στά χρόνια τῆς Ρωμαϊκῆς κυριαρχίας καί στά Βυζαντινά χρόνια ἡ Σμύρνη πλουτίστηκε μέ ἀκόμη περισσότερα κτίσματα καί ἱδρύματα.
Ὁ Ἑλληνικός πληθυσμός τῆς Σμύρνης στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἦταν 140.000. Στήν πόλη ζοῦσαν ἐπίσης 80.000 Τοῦρκοι, 12.000 Ἀρμένιοι, 20.000 Ἑβραῖοι καί 15.000 Εὐρωπαῖοι.
Ἡ πνευματική ὑπεροχή τῶν Ἑλλήνων στή Σμύρνη ἦταν καταφανής.
Ἀπό τά ἑλληνικά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματά της σημαντικότερη ἦταν ἡ περιώνυμη «Εὐαγγελική Σχολή Σμύρνης», γνωστή σέ ὅλη τήν Εὐρώπη. Ἦταν ἵδρυμα δευτεροβάθμιας ἀνώτερης ἐκπαίδευσης, τό ὁποῖο ἱδρύθηκε τό 1717 καί περιελάμβανε βιβλιοθήκη μέ 35.000 τόμους καί 200 ἱστορικά χειρόγραφα, μικρό Μουσεῖο μέ ἀρχαῖα ἐκθέματα καί μεγάλη νομισματική συλλογή. Σ’ αὐτήν μαθήτευσαν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ ποιητής Γιῶργος Σεφέρης καί πολλά ἄλλα μεγάλα ὀνόματα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἐπιστήμης. Σχολεῖα ὑψηλότατης πνευματικῆς στάθμης ἦταν ἐπίσης τό «Κεντρικόν Παρθεναγωγεῖον», τό «Φιλολογικόν Γυμνάσιον» καί τό «Ὁμήρειον Παρθεναγωγεῖον».
Ἀπό τούς Συλλόγους τῆς Σμύρνης πρῶτα ἱδρύθηκε ἡ «Ἰωνική Λέσχη» καί ἀκολούθησαν τό «Φιλολογικόν Μουσεῖον», ὁ «Σύλλογος πρός διάδοσιν τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων», ὁ «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ὅμηρος», πού ἐξέδιδε ὁμώνυμο περιοδικό, ὁ σύλλογος «Πανιώνιος», πού ἐνεθάρρυνε τό ἀθλητικό πνεῦμα καί διοργάνωνε ὁμιλίες, διαγωνισμούς ποιητικούς καί ἐκθέσεις ζωγραφικῆς καί ἀρχιτεκτονικῆς, ὁ σύλλογος «Ἀπόλλων», ἡ «Λέσχη Ἐρετῶν» καί ὁ ὅμιλος «Πέλωψ».
Σημαντικότερα ἀπό τά εὐαγῆ ἱδρύματα πού ἵδρυσαν οἱ Ἕλληνες τῆς Σμύρνης ἦταν τό «Γραικικόν Νοσοκομεῖον Ἅγιος Χαραλάμπος», τό «Βρεφοκομεῖον Σμύρνης» τό «Ἑλληνικόν Ὀρφανοτροφεῖον», τό Μαιευτήριο καί τό Ψυχιατρεῖο.
Ἰδιαίτερη ἀνάπτυξη στή Σμύρνη εἶχε σημειώσει ἡ ἑλληνική δημοσιογραφία μέ πάμπολλες ἐκδόσεις, παρά τό ἀνελεύθερο καθεστώς της. Ἡ ἀρχαιότερη ἑλληνική ἐφημερίδα «Ἀμάλθεια» ἐκδιδόταν ἀπό τό 1838.
Ἀπό τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1840 στή Σμύρνη λειτουργοῦσαν δέκα ἑλληνικά τυπογραφεῖα. Συνολικά κυκλοφοροῦσαν 64 ἐφημερίδες καί περιοδικά.
Πρίν ἀπό τήν καταστροφή της τό 1922 ἡ Σμύρνη εἶχε 16 ὀρθόδοξους ναούς μέ ἀρχαιότερο τόν ναό τοῦ ἱερομάρτυρος Ἁγίου Πολυκάρπου, ἐπισκόπου Σμύρνης. Μεγαλοπρεπέστερος ἦταν ὁ μητροπολιτικό ναός τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, μέ τό ἐξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο, ὕψους 35 μέτρων.
Ἡ οἰκονομική ζωή στή Σμύρνη, ὅπως καί στίς ἄλλες πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τό ἐσωτερικό καί ἐξωτερικό ἐμπόριο, ἡ μεγάλη ἐξαγωγή σταφίδας, ἡ ναυσιπλοΐα, ἡ βιομηχανία, ἡ ἁλιεία, τά ὀρυχεῖα, οἱ τράπεζες εἶναι ἀποκλειστικά στά χέρια τῶν Ἑλλήνων, ἄν ἒξαιρέσουμε τούς Εὐρωπαίους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατάφεραν νά διεισδύσουν στήν οἰκονομία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Οἱ Ἕλληνες τῆς Σμύρνης μέ τήν ἀνώτερη ἐκπαίδευσή τους, τή γλωσσομάθεια, τήν εὐδοκίμηση στά ἐπαγγέλματα καί στίς τέχνες, τήν οἰκονομική τους εὐρωστία καί δραστηριότητα ἀποτελοῦσαν, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, «τόν οἰκονομικό καί πνευματικό ἐξοπλισμό τῆς χώρας».
ΕΦΕΣΟΣ
Ἦταν ἀποικία Ἑλλήνων ἀπό τίς Μυκῆνες καί τήν Ἀχαΐα, πού τήν ἀποίκισαν τό 1100 π.Χ. Πλούσια καί ὡραία ἡ Ἔφεσος δοκίμασε τήν ἁρπακτική ἐπιβουλή πολλῶν ἐπιδρομέων.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καί οἱ διάδοχοί του ἔκτισαν στήν πόλη ὡραῖα οἰκοδομήματα. Οἱ Ρωμαῖοι τήν εἶχαν πρωτεύουσα τῆς διοίκησης τῆς Ἀσίας καί τήν στόλισαν ἀκόμη περισσότερο μέ μεγαλόπρεπα κτίρια. Τόν Χριστιανισμό στήν Ἔφεσο δίδαξε πρῶτος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί στή συνέχεια ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης.
ΝΕΑ ΕΦΕΣΟΣ
Εἶναι λιμάνι στή διοίκηση Σμύρνης, νότια τῆς ἀρχαίας Ἐφέσου. Ἱδρύθηκε τό 1650 καί ἀναπτύχθηκε γρήγορα, ἀλλά περιέπεσε σέ παρακμή. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. εἶχε 8.000 κατοίκους.
ΦΩΚΙΑ
Ἱδρύθηκε ἀπό Ἴωνες γύρω στόν 8ο αἰ. π.Χ. στή βορειοανατολική ἔξοδο τοῦ Σμυρναϊκοῦ κόλπου. Τόν 7ο αἰ. ἡ Φώκαια, ἀφοῦ ἵδρυσε τή Λάμψακο, στράφηκε μόνη αὐτή πρός τή δυτική Μεσόγειο (Ἰταλία, Γαλλία, Ἱσπανία) καί ἵδρυσε ἐκεῖ ὀνομαστές ἀποικίες, γνωστότερη ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ἡ Μασσαλία.
Τό 1250 μ.Χ. ἱδρύθηκε ἡ Νέα Φώκαια ἀπό κατοίκους τῆς Παλαιᾶς Φώκαιας, ἡ ὁποία τό 1908 εἶχε 9.000 κατοίκους. Ἀπό αὐτούς οἱ 6.000 ἦταν Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι.
ΠΕΡΓΑΜΟΣ
Μιά ἄλλη πανάρχαιη πόλη, προπύργιο καί κοιτίδα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Τόν 3ο αἰ. π.Χ. θά ἐξελιχθεῖ σέ ἰσχυρό ἀνεξάρτητο ἑλληνικό κράτος μέ μεγάλη ἱστορική διαδρομή.
Κάτω ἀπό τήν ἡγεσία φωτισμένων ἀρχόντων ἡ Πέργαμος θά ἐξελιχθεῖ σέ κέντρο γραμμάτων καί πολιτισμοῦ καί ἕδρα τῆς ξακουστῆς Περγαμηνῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν.
Στήν Πέργαμο δίδαξε τό Χριστιανισμό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.
ΑΪΒΑΛΙ (ΚΥΔΩΝΙΕΣ)
Τό Ἀϊβαλί ἤ Κυδωνίες εἶναι ἀπό τίς νεότερες πόλεις τῆς περιοχῆς, ἱδρυμένη στό τέλος τοῦ 16ου αἰώνα μέ ἀρχές τοῦ 17ου ἀπό κατοίκους τῆς Λέσβου, πού ἐγκατέλειψαν τήν πατρίδα τους σέ ἀναζήτηση μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη πού γνώρισε ἡ πόλη τήν κατέστησε ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα ἕνα πολύ σημαντικό οἰκονομικό καί πνευματικό κέντρο τῆς περιοχῆς.
Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν τό Ἀϊβαλί ἀναγνωρίστηκε ὡς μία ἀμιγῶς χριστιανική κοινότητα, ἡ ὁποία δραστηριοποιήθηκε πολύ στή διάδοση τῆς ἐπιστήμης, τοῦ πολιτισμοῦ καί τῶν γραμμάτων ἱδρύοντας τήν Ἀκαδημία τῶν Κυδωνιῶν, ἕνα ἀπό τά πιό ἀξιόλογα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τοῦ τουρκοκρατούμενου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκτός ἀπό την Ἀκαδημία εἶχε περίπου 20 δημοτικά, σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης καί παρθεναγωγεῖα, ἐξωτερικά ἰατρεῖα καί νοσοκομεῖα.
Τό 1816 τό Ἀϊβαλί ἀριθμοῦσε 16.000 κατοίκους.
Ἄλλες Ἑλληνικές πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν: Τό Κορδελιό, τό Ἀϊδίνι, τό Νύμφαιο, ἡ Μαινεμένη, ἡ Ἀρτάκη, ἡ Πάνορμος, ἡ Προῦσα, ὁ Κασαμπάς, τά Βουρλά, ἡ Ἐρυθρές, ἡ Κρήνη (Τσεσμές), τά Ἀλάτσατα, ἡ Μάκρη…
ΠΟΝΤΟΣ
Ὁ Πόντος εἶναι ἡ βορειοανατολική πλευρά τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἒκτείνεται ἀπό τήν πόλη Σινώπη στά δυτικά μέχρι τό ὄρος Βατούμ στά ἀνατολικά τῆς Τραπεζούντας. Στά βόρεια βρέχεται ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο καί στά νότια φτάνει μέχρι τήν ὀροσειρά Ὀλγασύς σέ βάθος 200-300 χιλιομέτρων.
Ὁ Πόντος ὑπῆρξε στήν ἀρχαιότητα πεδίο ἔντονου ἑλληνικοῦ ἀποικισμοῦ. Ἡ Μίλητος πρώτη ἵδρυσε στόν Πόντο τή Σινώπη τόν 8ο αἰώνα π.Χ., καί ἡ Σινώπη μέ τή σειρά της ἵδρυσε τήν Τραπεζούντα, τήν Κρώμνα, τό Πτέρυον, τήν Κύτωρο(Κοτύωρα) καί ἄλλες φημισμένες πόλεις τῆς περιοχῆς.
Στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου οἱ ἑλληνικές ἀποικίες στόν Πόντο ἦταν πολιτικά ἀνεξάρτητες καί βρίσκονταν σέ εὐημερία. Ἀκολούθησε ἡ κυριαρχία τῆς Μιθριδατικῆς δυναστείας καί ἡ Ρωμαϊκή κυριαρχία στή συνέχεια, ὁπότε οἱ ἑλληνικές ἀποικίες τοῦ Πόντου ἔχασαν τήν αὐτονομία τους.
Τήν ἐποχή αὐτή διαδόθηκε στόν Πόντο ὁ Χριστιανισμός ἀπό τούς ἀποστόλους Ἀνδρέα καί Πέτρο. Ἡ καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο (313 μ.Χ.) ἔδωσε τή δυνατότητα νά ἱδρυθοῦν στόν Πόντο πολλοί ναοί καί ἀξιολογώτατα μοναστήρια, ὅπως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαζελῶνος, τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Περιστερεώτα.
Στήν ἐποχή τῶν Σταυροφόρων (1204), οἱ ἀδελφοί Ἀλέξιος καί Δαβίδ, ἀπόγονοι τῆς αὐτοκρατορικῆς δυναστείας τῶν Κομνηνῶν, ἵδρυσαν στήν περιοχή τοῦ Πόντου τήν “Αὐτοκρατορία τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν”. Στή διάρκεια τῶν 257 χρόνων της ὁ Πόντος γνώρισε μεγάλη οἰκονομική εὐμάρεια καί πολιτιστική ἀκμή. Οἱ Μεγαλοκομνηνοί ἐνδιαφέρθηκαν ἰδιαίτερα γιά τήν καλλιέργεια τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν. Οἱ Μονές τοῦ Πόντου ἔγιναν κέντρα πολιτιστικῆς ἀνάπτυξης. Μέ σύμβολο τόν μονοκέφαλο ἀετό καί προστάτη τόν Ἅγιο Εὐγένιο, πολιοῦχο τῆς Τραπεζούντας, οἱ Μεγαλοκομνηνοί διατηροῦν τήν αὐτοκρατορία τους ὥς τό 1461.
Ὀκτώ χρόνια μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ὁ Πόντος ὑπέκυψε στούς Ὀθωμανούς. Ἡ ἑλληνική κοινωνία τοῦ μικρασιατικοῦ Πόντου θά σημαδευτεῖ – ὅπως καί κάθε ἄλλο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου – ἀπό τόν ἐξισλαμισμό καί τήν ἐμφάνιση τοῦ κρυπτοχριστιανισμοῦ. Τό πρῶτο κύμα ἐξισλαμισμῶν ἐμφανίζεται μετά τήν παράδοση τῆς Τραπεζούντας στούς Ὀθωμανούς. Οἱ χριστιανοί ἐκδιώκονται καί περιθωριοποιοῦνται καί οἱ ἐκκλησίες μετατρέπονται σέ τζαμιά. Ὀκτώ χιλιάδες χριστιανοί τῆς Τραπεζούντας θά ἱδρύσουν ὀρεινούς οἰκισμούς στήν περιοχή τῆς Θοανίας(Τόνιας). Οἱ πληθυσμοί αὐτοί θά ἐξισλαμιστοῦν στή συνέχεια, κυρίως στά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα ἀπό τίς πιέσεις καί τούς φοβερούς διωγμούς ἐναντίον τους.
Ἀπό τά τέλη τοῦ 17ου αἰώνα θά ξεκινήσει ἡ ἐκπαιδευτική κίνηση στόν Πόντο, ὅπως καί στόν ὑπόλοιπο ἑλληνικό κόσμο. Ἡ Τραπεζούντα θά ἐξελιχθεῖ σέ κέντρο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Τό πρῶτο σχολεῖο πού λειτούργησε ἦταν τό «Φροντιστήριο Τραπεζοῦντος» τό 1682. Στή Σινώπη ὑπῆρχε ἑλληνικό σχολεῖο ἀπό τό 1675. Στήν Ἀργυρούπολη ἱδρύθηκε τό 1733, καί στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ἱδρύθηκαν σχολεῖα στή Σαμψούντα καί στήν Κερασούντα. Κατά τόν 19ο αἰώνα ἑκατοντάδες ἑλληνικά καί ἀλληλοδιδακτικά σχολεῖα ἱδρύθηκαν στόν Πόντο.
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Βρίσκεται στούς βόρειους πρόποδες τῶν Ποντιακῶν Ἄλπεων.
Τόν 19ο αἰώνα, ἡ Τραπεζούντα, εἶχε πληθυσμό περίπου 31.000 κατοίκους (μαζί μέ τά προάστια). Ἀριθμοῦσε 4200 οἰκογένειες, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ 2500 ἦταν Ἑλληνικές.
Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Τραπεζούντας συντηροῦσε τήν Φιλόπτωχο Ἀδελφότητα, καί τήν Ἀδελφότητα Κυριῶν ἡ Μέριμνα. Στήν πόλη λειτουργοῦσαν τέσσερα ἀλληλοδιδακτικά σχολεῖα Δημόσια, δύο Παρθεναγωγεῖα, ἡ Ρωμαίων Σχολή – τό γνωστό Φροντιστήριο – καί ἄλλα ἰδιωτικά.
Τό Φροντιστήριο Τραπεζούντας ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου. Ἦταν ὁ φάρος τοῦ ἀπομακρυσμένου Ἑλληνισμοῦ. Ἀπό τό Φροντιστήριο ἔβγαιναν οἱ δάσκαλοι τοῦ Πόντου. Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ὑπῆρχαν στήν Τραπεζούντα συνολικά 1.250 σπουδαστές.
ΑΜΙΣΟΣ
Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες πόλεις στά παράλια του Εὐξείνου Πόντου εἶναι ἡ Ἀμισός (Σαμψούντα), στό δέλτα τῶν ποταμῶν Ἄλυ καί Ἴρι. Ἡ θέση της ἦταν ἰδιαίτερα προνομιακή, γεγονός τό ὁποῖο τήν κατέστησε σταδιακά μεγάλο λιμάνι καί μεῖζον ἐμπορικό κέντρο τοῦ ἀρχαίου κόσμου, δεύτερο σέ σπουδαιότητα μετά τῆς Σινώπης.
Τό ἀρχικό της ὄνομα ἦταν Ἀμισός. Στή συνέχεια μετονομάστηκε Σαμψούντα, ὀνομασία ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν ἔκφραση «εἰς Ἀμισόν», πού σταδιακά ἔγινε Σαμσοῦν καί μετέπειτα Σαμψούντα.
Ἡ Ἀμισός τόν 19ο αἰώνα εἶχε περίπου 1.000 οἰκογένειες ἀπό τίς ὁποῖες οἱ μισές ἦταν Ἑλληνικές. Εἶχε δύο Ἑλληνικά σχολεῖα, ἕνα ἀλληλοδιδακτικό καί ἕνα Παρθεναγωγεῖο. Στήν πόλη ὑπῆρχαν ἐπίσης πολλά κοινωνικά ἱδρύματα, φιλόπτωχες ἀδελφότητες καί σύλλογοι.
ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ
Ἡ Κερασούντα ἀπέχει 175 χιλιόμετρα ἀπό τήν Τραπεζούντα.
Ὀφείλει τό ὄνομά της στό σχῆμα δύο κεράτων πού σχηματίζει ἡ πόλη. Κατά ἄλλη ἐκδοχή στά δάση τῶν κερασιῶν, πού ἀφθονοῦν στήν περιοχή της.
Τό 1913 ἡ Κερασούντα εἶχε 30.000 κατοίκους, ἀπό τούς ὁποίους οἱ Ἕλληνες ἦταν 17.000.
ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
Εἶναι πόλη τοῦ νομοῦ Τραπεζούντας, περίπου 100 χιλιόμετρα νότια τῆς Τραπεζούντας. Ὀνομαζόταν καί Γκιουμουσχανέ – τόπος ἀργύρου – γιά τά πλούσια μεταλλεῖα ἀργύρου πού εἶχε ἄλλοτε ἡ πόλη καί ὅλη ἡ περιοχή.
Ἡ Ἀργυρούπολη ἀναπτύχθηκε σέ κέντρο τοῦ ἑλληνισμοῦ, μέ μεγάλη ἀνάπτυξη στό ἐμπόριο καί στίς τέχνες. Εἶχε τίς πλουσιότερες ἐκκλησίες χάρη στά χρυσά καί ἀσημένια ἀφιερώματα τῶν χριστιανῶν κατοίκων.
Τό 1723 ἱδρύθηκε στήν Ἀργυρούπολη ἡ Σχολή Ἑλληνικῶν Μαθημάτων, πού μετονομἀστηκε «Φροντιστήριο», τό ὁποῖο ἀποτέλεσε τόν πνευματικό φάρο τῆς Χαλδίας.
ΣΙΝΩΠΗ
Ἡ Σινώπη, παραλιακή πόλη τοῦ Πόντου, ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἑλληνική ἀποικία τῶν Μιλησίων στόν Πόντο (8ος αἰ. π.Χ.) καθώς καί τήν ἀφετηρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν ἐκεῖ ἀκτῶν. Ἀποικίες της ἦταν ἡ Τραπεζούντα, ἡ Κερασούντα, τά Κοτύωρα κἄ.
Ἀπό αὐτήν πέρασαν οἱ «Μύριοι» τοῦ Ξενοφώντα. Τά ἰσχυρά τείχη τῆς πόλης τήν προστάτευαν ἀπό ἐπιδρομές βαρβαρικῶν λαῶν καί πειρατῶν σέ ὅλη τήν ἱστορία της. Ἀποτελοῦσε ἕνα σημαντικό λιμάνι.
Ἡ πόλη ἀποτέλεσε σημαντικό κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ πού κηρύχθηκε ἐκεῖ ἀπό τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα.
Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός τῆς Σινώπης πρίν ἀπό τό 1914 ἦταν 5.000, ἐνῶ στά περίχωρα ὑπῆρχαν ἄλλοι 2.000 Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες διατηροῦσαν ἀστική σχολή, παρθεναγωγεῖο καί τρεῖς ἐκκλησίες.
ΑΛΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Κρώμνη: Ἱστορική κωμόπολη τοῦ Πόντου καί ὀνομαστό θέρετρο τῶν πλουσίων τῆς Τραπεζούντας. Βρίσκεται νότια τῆς Τραπεζούντας σέ ὑψόμετρο 2.000 μέτρων.
Σάντα: Κωμόπολη τῆς Ἀργυρούπολης. Κατοικοῦνταν ἀποκλειστικά ἀπό Ἕλληνες, πού ἀριθμοῦσαν 5.000. Βρισκόταν 60 χιλιόμετρα νότια τῆς Τραπεζούντας. Οἱ κάτοικοι τῆς Σάντας ἦταν κυρίως Χριστιανοί (51%) ἤ Κρυπτοχριστιανοί (49%). Μετά τό 1857, μέ τό διάταγμα Χάτι Χουμαγιοῦν οἱ Κρυπτοχριστιανοί φανέρωσαν τή θρησκεία τους.
Πάφρα: Ἦταν χτισμένη πάνω στήν ὁδό Σινώπης-Σαμψούντας, στή δεξιά ὄχθη τοῦ Ἄλυος. Οἱ Ἕλληνες κάτοικοί της ἦταν 3.000. Ἡ Πάφρα ἀποτελοῦσε ἐμπορικό κέντρο γιά τά ἑκατό καί πλέον χωριά τῆς περιοχῆς της. Στήν πόλη πρίν τόν Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο λειτουργοῦσαν ἐκπαιδευτήρια διαφόρων βαθμίδων. Νηπιαγωγεῖο, ἀστική σχολή, παρθεναγωγεῖο καί ἀρρεναγωγεῖο. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, θέατρο 400 θέσεων.
Κοτύωρα(Ὀρντού): Ἀποικία τῆς Σινώπης. Οἱ Τοῦρκοι τῆς ἔδωσαν τό ὄνομα Ὀρντού, πού σημαίνει στρατόπεδο, γιατί ἐκεῖ συγκεντρωνόταν ὁ στρατός τοῦ Μωάμεθ Β΄ τοῦ Πορθητῆ. Τό ὄνομα Κοτύωρα προέρχεται ἀπό τό βασιλιά τῆς Παφλαγονίας Κότυο καί τήν λ. ὥρα (φρούριο). Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα στά Κοτύωρα λειτουργοῦσαν γυμνάσιο (Ψωμιάδειος Σχολή), δημοτικό σχολεῖο, νηπιαγωγεῖο (Καρυπίδειος Σχολή) καί παρθεναγωγεῖο. [ Εἰκόνα: Ὁ ναός τῆς Ὑπαπαντῆς στά Κοτύωρα.]
Ἀμάσεια: Σ’ αὐτήν διασώζονται οἱ λαξευτοί τάφοι τῶν βασιλιάδων, στίς πλαγιές τοῦ βουνοῦ πού ὀρθώνεται στά βόρεια τῆς πόλεως.
Κόμανα: Ἐδῶ πέθανε ἀπό τίς κακουχίες καί τίς στερήσεις ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ὄφη: Ἀπό τό χωριό Ὑψηλή τῆς πόλεως τοῦ Ὄφη κατάγονταν οἱ Ὑψηλάντες.
Σούρμενα, Ἵμερα, Μούζενα, Νικόπολη, Θοανία(Τόνγια).
Πλάτανα, Ἄρδασσα, Τρίπολη, Ριζούντα.
Πουλαντζάκη: Ἐδῶ μόνασε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Νικόπολη, Τοκάτη, Θέρμη, Μάτεν, Μερζιφούντα, Φάτσα, Νεοκαισάρεια, Τσάμπασι καί ἡ Ἡράκλεια.
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες Ἑλληνικές περιοχές τῆς ἀνατολικῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἶναι ἡ Καππαδοκία. Μετά τήν κατάκτησή της ἀπό τόν Μέγα Ἀλέξανδρο ἄρχισε σταδιακά ἡ μαζική ἐγκατάσταση Ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στήν περιοχή της, ἡ ὁποία συνεχίστηκε ἀπό τούς ἀπογόνους του σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.
Τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ ἐξελληνισμός τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἦταν πλήρης. Αὐτό βοήθησε πολύ στήν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι δημιουργήθηκαν στήν περιοχή ἀξιόλογα κέντρα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως εἶναι ἡ Καισάρεια.
Τόν 3ο-5ο αἰώνα στήν Καππαδοκία ἄκμασαν ἡ παιδεία καί ἡ φιλολογία. Ἐδῶ διακρίνονται οἱ μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός καί Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Στά τέλη τοῦ 11ου αἰώνα ὑπέταξαν τήν Καππαδοκία οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι καί στή συνέχεια οἱ Ὀθωμανοί, λίγο μετά τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἡ Καππαδοκία εἶχε χριστιανικό πληθυσμό κατά πλειοψηφία μέχρι τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. Μετά τήν κατάκτησή της ἀπό τούς Σελτζούκους καί τούς Ὀθωμανούς, οἱ περισσότεροι κάτοικοί της ἐξισλαμίστηκαν.
Τό 19ο αἰώνα ἄρχισε νέα ἀκμή τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ στοιχείου καί τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων.
Ἡ Καππαδοκία εἶναι μιά περιοχή μέ μοναδικά ἀξιοθέατα καί ἀξιοθαύμαστη ἀρχιτεκτονική. Αὐτό ὀφείλεται στήν ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου Ἀργαῖος – δέν γνωρίζουμε πότε – πού γέμισε μέ λάβα τήν περιοχή της. Ὡστόσο ἡ Καππαδοκία ἀναγεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα ἀπό τίς στάχτες της. Ἡ φύση σταδιακά κατασκεύασε τό δικό της γλυπτό ἀπό τμήματα μαλακοῦ βράχου.
Ὅταν οἱ Χριστιανοί τῆς Καππαδοκίας ἐκδιώκονταν ἀπό τούς Ρωμαίους καί στή συνέχεια ἀπό μουσουλμανικές ἐπιδρομές, ἀναζήτησαν κρυψῶνες πού θά τούς προστάτευαν ἀπό τούς ἐχθρούς τους. Ἔτσι δημιούργησαν ὑπόγειες ἐκκλησίες καί πάνω ἀπό 30 ὑπόγειες πόλεις, οἱ ὁποῖες στέγαζαν μέχρι καί 10.000 ἄτομα ἡ καθεμία.
Κατά τόν 4ο αἰώνα κατέφθασαν στήν περιοχή οἱ πρῶτες ὁμάδες Χριστιανῶν ἀναχωρητῶν. Καθοδηγούμενοι ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο ἄρχισαν νά σμιλεύουν ἀσκητήρια καί ναούς πάνω στούς βράχους. Ἡ πνευματική ζωή πού ξεκίνησε ἀπό τήν Καισάρεια, τήν πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας, ἐξελίχθηκε τόσο πολύ στήν περιοχή, ὥστε ἡ Καππαδοκία ἔφτασε νά ἔχει περισσότερες ἀπό 1.000 ἐκκλησίες.
ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
Ἡ Καισάρεια εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς Καππαδοκίας. Τήν ἐποχή τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἡ Καισάρεια ἀπέκτησε δόξα καί ἀκμή καί ἔφτασε νά ἀριθμεῖ 400.000 κατοίκους. Ὑπῆρξε ἐμπορικό κέντρο, καθώς ἡ θέση ὅπου βρισκόταν εὐνοοῦσε τήν ἐξαιρετική ἀνάπτυξή της. Γι’ αὐτό ἡ Καισάρεια κίνησε τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο τῶν Ρωμαίων ἀλλά καί τῶν Βυζαντινῶν.
Μετά τήν μάχη τοῦ Μαντζικέρτ(1071μ.Χ.) ἄρχισε ἡ ἐγκατάσταση μουσουλμανικῶν Τουρκικῶν φύλων στό ἐσωτερικό της Μικρᾶς Ἀσίας καί ἡ περιοχή ὑπέστη πολλές καταστροφές. Πολλοί Ἕλληνες κάτω ἀπό τήν Ὀθωμανική πίεση ἀπώλεσαν τή γλώσσα τους, διατήρησαν, ὅμως, τή Χριστιανική πίστη καί τήν ἐθνική τους συνείδηση.
Πρίν ἀπό τό 1923 λειτουργοῦσαν στήν πόλη Ἑλληνικό δημοτικό σχολεῖο, παρθεναγωγεῖο, καθώς καί ἡ περίφημη Ἱερατική σχολή, ὅπου φοιτοῦσαν μαθητές ἀπό ὅλη τή Μικρά Ἀσία. Πρίν ἀπό τή Συνθήκη τῆς Λωζάνης ζοῦσαν στήν πόλη καί τά γύρω προάστιά της περίπου 60.000 κάτοικοι, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 10.000 ἦταν Ἕλληνες Καππαδόκες.
ΦΑΡΑΣΑ
Τά Φάρασα ἦταν χτισμένα σέ ὑψόμετρο 1.050 μέτρων, 89 χιλιόμετρα νότια της Καισάρειας. Πρίν ἀπό τή Μικρασιατική Καταστροφή τά Φάρασα ἦταν σχεδόν ἀμιγῶς ἑλληνόφωνο χριστιανικό χωριό μέ ἐλάχιστες οἰκογένειες μουσουλμάνων. Ἦταν τό κεντρικό κεφαλοχώρι μίας εὐρείας περιφέρειας τῆς Ν.Α. Καππαδοκίας.
Τό 1905 ὁ χριστιανικός πληθυσμός τῶν Φαράσων ὑπολογίζεται σέ 1.600 ἄτομα, ἐνῶ τό 1924 ἦταν 583. Στό χωριό ὑπῆρχε ἕνα σχολεῖο καί μία ἐκκλησία.
Τά Φάρασα εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκη καί τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, τόν ὁποῖο βάπτισε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος.
ΠΡΟΚΟΠΙ
Μέσα σέ μιά κοιλάδα γεμάτη φυσικές πυραμίδες βρίσκεται τό Προκόπι, 50 χιλιόμετρα δυτικά τῆς Καισάρειας. Ὁ σχηματισμός τῆς κοιλάδας τοῦ Προκοπίου συνδέεται μέ τήν ἡφαιστειακή δραστηριότητα τοῦ Ἀργαίου ὄρους. Ἀλλεπάλληλα στρώματα ἡφαιστειακοῦ ὑλικοῦ κάλυψαν τή φυσική λεκάνη, δημιουργώντας μία μοναδική φυσική σύνθεση, πού τό 1985 χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν unesco ὡς μνημεῖο φυσικῆς κληρονομιᾶς.
Ὅπως συνέβαινε καί σέ πολλούς ἄλλους οἰκισμούς τῆς Καππαδοκίας, τά παλαιότερα σπίτια ἦταν λαξευμένα στό μαλακό βράχο.
Στό Προκόπι ἔζησε αἰχμάλωτος ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος καί στόν ὁμώνυμο ναό πού χτίστηκε μετά τόν θάνατό του φυλασσόταν τό λείψανό του. Τή μνήμη του ἑόρταζαν μέ λαμπρότητα οἱ κάτοικοι ὅλης της περιοχῆς.
Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός στό Προκόπι τό 1919 ἀριθμοῦσε 7.000.
ΣΙΝΑΣΟΣ
Ἡ Κωμόπολη Σινασός βρίσκεται στό κέντρο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πολύ κοντά στήν Καισάρεια. Ὁ ἑλληνικός πληθυσμός της πρίν ἀπό τήν Ἀνταλλαγή ἀνερχόταν σέ 3.000. Οἱ Σινασίτες ἦταν Ἕλληνες Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι, μέ ἔντονο θρησκευτικό συναίσθημα ἀλλά καί μέ ἰσχυρό ἐθνικό φρόνημα.
Ἰδιαίτερα ἀνεπτυγμένη στή Σινασό ἦταν ἡ Ἑλληνική Παιδεία. Λειτουργοῦσαν νηπιαγωγεῖο, παρθεναγωγεῖο καί ἀρρεναγωγεῖο. Τό ἀρρεναγωγεῖο συστήθηκε τό 1821 μέ Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, δύο μῆνες πρίν τόν ἀπαγχονισμό του.
Ἡ εὐσέβεια, χαρακτηριστικό τῶν Καππαδόκων, ἦταν πολύ ἔντονη καί στούς Σινασίτες. Στήν κωμόπολη ὑπῆρχαν δύο ἐνοριακοί ναοί, ἕνα μοναστήρι καί 40 περίπου παρεκκλήσια.
Πηγή εὐημερίας γιά τή Σινασό ἦταν τό ἐμπόριο.
ΚΑΡΒΑΛΗ
Πρόκειται γιά τήν πρώην Ναζιανζό, τήν πατρίδα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Μεταγενέστερα ἦταν γνωστή μέ τό ὄνομα Γκέλβερι (Καρβάλη) καί κατοικοῦνταν μέχρι τό 1924 ἀπό 2.000 περίπου Ἕλληνες. Ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκοιμήθη στό χωριό Γκέλβερι (Καρβάλη), κτίστηκε τό 385 πρός τιμήν του Ὀρθόδοξος Χριστιανικός ναός ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο. Ἐκεῖ φυλασσόταν ἀπό τό 390 μ.Χ. ὥς τό 1923 τό ἱερό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου, μαζί μέ τά ἅγια λείψανα τοῦ πατέρα του Γρηγορίου.
Στά χρόνια της Μικρασιατικῆς καταστροφῆς μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν οἱ ξεριζωμένοι Γκελβεριῶτες ἔσωσαν ἀπό τόν ναό τους ὅλα τά τιμαλφῆ καί μαζί μέ αὐτά καί τά ἅγια λείψανα τῶν Ἁγίων καί τά μετέφεραν μέ καράβι στή νέα τους πατρίδα, τή Νέα Καρβάλη, λίγο ἔξω ἀπό τήν Καβάλα.
ΠΗΓΕΣ:
- Ν. Μουτσόπουλος, Κ. Βακαλόπουλος, Ἀρ. Κεσόπουλος, Αλησμόνητες Πατρίδες, Η Φωτοδότρα Μικρασία, εκδ. Τζιαμπίρης Πυραμίδα
- Felix Sartiaux, Ελληνική Μικρασία, Μετάφρ. Ντίνα Νίκα, Ἐκδ. Ιστορητής, 1993.
- Μιχαήλ Λ. Ροδᾶς, Πῶς ἡ Γερμανία κατέστρεψε τόν Ἑλληνισμό τῆς Τουρκίας, ἐκδ. Λαβύρινθος, 2020.
- Καραχρήστου Ἰωάννη, «Φάρασα», 2005, Ἐγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ἑλληνισμοῦ, Μ. Ἀσία.
- Ἱστοσελίδες: Βικιπαίδεια, Εύξεινος Λέσχη Βεροίας, Ένωσις Ποντίων Μελισσίων Αττικής, Λελέβω σε, Διακόνημα, facebook.com, www.trapezounta.gr, Pontiaka.gr, Mikrasiatis, taxidologio.gr