Σε κλοιό ανατιμήσεων βρίσκεται η αγορά με τα πρώτα σημάδια να καταγράφονται τόσο στο Γενικό Δείκτη τιμών Καταναλωτή όσο και στο δείκτη τιμών παραγωγού στη βιομηχανία. Βέβαια αν και η κίνηση του πληθωρισμού δεν ανησυχεί προς ώρας την κυβέρνηση, ωστόσο θέτει πολλά νοικοκυριά, και ειδικά τα ευάλωτα, σε ένα ασφυκτικό κλοιό πιέσεων, που ακολουθεί αυτόν του περιορισμού ων εισοδημάτων όπως καταγράφηκε λόγω πανδημίας. Ουσιαστικά πολλά νοικοκυριά καλούνται με λιγότερα διαθέσιμα εισοδήματα να καλύψουν ανάγκες σε βασικά προϊόντα, με αυξημένες τις τιμές, αλλά και να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη εν όψει έναρξης της σχολικής χρονιάς και του λεγόμενου “σχολικού πακέτου”.
Είναι ενδεικτικό ότι αύξηση 1,4% σημείωσε ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον Ιούλιο του 2021 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του περασμένου έτους, έναντι μείωσης 1,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2020 με το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν λίγες μέρες η ΕΛΣΤΑΤ.
Μάλιστα καταγράφεται αύξηση 1,7% στην ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: αρνί και κατσίκι, νωπά ψάρια, τυριά, ελαιόλαδο, άλλα βρώσιμα έλαια, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά. Πάντως όπως σημειώνεται ένα τμήμα της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: χοιρινό, γάλα νωπό πλήρες, γιαούρτι.
Επίσης αύξηση 4,2% καταγράφηκε στην ομάδα Στέγαση, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης αλλά και 5,8% στην ομάδα Μεταφορές, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: καύσιμα και λιπαντικά, καινούργια αυτοκίνητα, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο.
Ανεβαίνουν οι τιμές παραγωγού
Παράλληλα αύξηση 13% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Ιούλιο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2020, έναντι μείωσης 7,9% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2020 με το 2019.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μεγάλη αυτή άνοδος στο κόστος παραγωγής των εγχώριων βιομηχανιών οφείλεται στις εξής μεταβολές των δεικτών των επιμέρους αγορών:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εξωτερικής αγοράς κατά 22%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 10,3%.
Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,1% τον Ιούλιο 2021 σε σύγκριση με τον δείκτη του Ιουνίου 2021, έναντι αύξησης 0,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2020.
Ο “εισαγόμενος πληθωρισμός”
Να σημειωθεί ότι ήδη μεγάλη αύξηση 20,5% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Ιούνιο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2020, έναντι μείωσης 11,4% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2020 με το 2019.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η εξέλιξη αυτή στον λεγόμενο “εισαγόμενο πληθωρισμό” οφείλεται:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 32,7%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης κατά 3,2%.
Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 2,6% τον Ιούνιο 2021 σε σύγκριση με τον δείκτη του Μαΐου 2021, έναντι αύξησης 4,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2020.
Η οικοδομή
Το πάζλ του ανατιμητικού κλοιού στον οποίο βρίσκεται η αγορά συμπληρώνεται και από την αύξηση 4,1% που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ σημειώθηκε στις τιμές των οικοδομικών υλικών συνολικά τον Ιούλιο εφέτος, καθώς καταγράφηκαν ανατιμήσεις σε όλες ανεξαιρέτως τις επιμέρους κατηγορίες των υλικών.
Ειδικότερα, οι τιμές αυξήθηκαν σε: Πετρέλαιο κίνησης- Diesel (20,4%), Σωλήνες χαλκού (15,5%), Σίδηρο οπλισμού (14,8%), Αγωγούς χάλκινους (11,6%), Θερμαντικά σώματα (7,1%), Τούβλα (4,7%), Σωλήνες πλαστικούς, συνθετικούς, ινοτσιμέντου (4,1%), Πλαστικούς σωλήνες (3,8%), Κιγκλιδώματα ανοξείδωτα (3,6%), Ντουλάπες ξύλινες (3,2%), Μηχανισμούς γκαραζόπορτας (2,5%), Πλαστικό, ακρυλικό, νερού (2,4%), Κουφώματα αλουμινίου (2%), Πόρτες εσωτερικές (1,9%), Γκαραζόπορτες (1,8%), Ξυλεία οικοδομών (1,6%), Μαρμαρόπλακες (1,5%), Παρκέτα (1,3%), Εντοιχισμένα ντουλάπια (1,3%), Παράθυρα ξύλινα (1,1%) και Έτοιμο σκυρόδεμα (0,5%).
Καμπανάκι ΓΣΕΒΕΕ
Το κλίμα αυτό που κυρίως βασίζεται στην ανατίμηση διεθνώς των πρώτων υλών, αλλά και των τιμών ενέργειας οδηγεί πολλές επιχειρήσεις στο “κόκκινο” σε σχέση με τα κοστολόγιά τους.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας σε σημαντική επιβάρυνση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγεί η ενεργοποίηση από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας των σχετικών ρητρών που συνδέονται με το χονδρεμπορικό κόστος, το οποίο τους τελευταίους μήνες έχει παρουσιάσει αύξηση εξαιτίας της ανόδου του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα , την αύξηση του κόστους του φυσικού αερίου και την αυξημένη λόγω της εποχής ζήτηση για ρεύμα.
Από τις αρχές Αυγούστου οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλίουν ο ένας μετά τον άλλο το κόστος αυτό στα τιμολόγια των πελατών τους με αποτέλεσμα ήδη οι επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά να λαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς, με την κορύφωση να αναμένεται εντός του Σεπτεμβρίου.
Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) υπογραμμίζει ότι “για μια ακόμη φορά , σε μια περίοδο που η πανδημία έχει συρρικνώσει δραματικά τους τζίρους ειδικά των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των επαγγελματιών και έχει συσσωρεύσει μεγάλες υποχρεώσεις που θα πρέπει να καλυφθούν άμεσα , η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα βρίσκεται και πάλι αντιμέτωπη με νέες αυξήσεις στην ενέργεια που πολλαπλασιάζουν το λειτουργικό κόστος για εκατοντάδες επαγγελματίες. Οι αυξήσεις αυτές που έρχονται να προστεθούν στο κύμα ανατιμήσεων μιας σειράς αγαθών και πρώτων υλών, που έκαναν την εμφάνιση τους από τον περασμένο Μάιο κάνουν αδύνατη τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες παλεύουν να σταθούν ζωντανές. Την ώρα που η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα βρίσκεται “ στην εντατική “ οι αυξήσεις στην ενέργεια έρχονται να δώσουν τη χαριστική βολή.”
Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι “η αγορά δεν αντέχει καμία νέα ανατίμηση στο ενεργειακό κόστος και μάλιστα την ώρα που απλήρωτους, λογαριασμούς ενέργειας εμφανίζει, σύμφωνα με το τελευταίο Εξαμηνιαίο δελτίο οικονομικού κλίματος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ , το 26,3% των επιχειρήσεων”.
Τονίζει ότι “το κύμα ανατιμήσεων στην ενέργεια επηρεάζει δραματικά τα κοστολόγια των επιχειρήσεων ενώ η μετακύλιση του κόστους αυτού στους τελικούς καταναλωτές , μέσω των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, είναι θέμα χρόνου. Την ενεργειακή μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα δεν πρέπει να την πληρώσουν μόνο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Καλούμε την κυβέρνηση μέσω των αρμοδίων υπουργείων και Αρχών να πάρει μέτρα και να βάλει φρένο στις υπέρογκες αυξήσεις . Να μην παραμένει θεατής και σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου στο ράλι των ανατιμήσεων που θα οδηγήσουν στο θάνατο τον ήδη μεγάλο ασθενή της πανδημίας , που δεν είναι άλλος από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις”.
Η διεθνής εικόνα
Σημειώνεται ότι με βάση όσα αναφέρει ο Τομέας Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank στην έκθεση Global & Regional Focus Note με τίτλο “Πληθωριστικές πιέσεις: Συνέπειες & Προοπτική” ο πληθωρισμός αυξάνεται τους τελευταίους μήνες στις περισσότερες ανεπτυγμένες –και σε πολλές αναπτυσσόμενες- οικονομίες. Μεταξύ των πρώτων, το φαινόμενο αφορά περισσότερο τις ΗΠΑ και λιγότερο την Ευρωζώνη, όπου η ασθενέστερη ανάκαμψη και δομικοί παράγοντες συγκρατούντον πληθωρισμό σε χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα.
Στην Ευρωζώνη, ο κύριος δείκτης τιμών καταναλωτή ανήλθε τον Ιούλιο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 (+2,2% ετησίως), κυρίως λόγω επιδράσεων βάσης στις τιμές ενέργειας και την προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στη Γερμανία το δεύτερο εξάμηνο του 2020, ενώ ο δομικός υποχώρησε για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες (+0,7% ετησίως), λόγω προσωρινών παραγόντων.
Ποιοι απειλούνται;
Ωστόσο, όπως αναφέρει η Έκθεση, υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και περιουσιακών στοιχείων στις οποίες οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες, με σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, ειδικά για τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Χαρακτηριστικά, οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί από την αρχή της πανδημίας σωρευτικά περίπου 60%. Ειδικότερα η ενέργεια έχει αυξηθεί κατά 90% μεταξύ Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2021 ενώ το πετρέλαιο Brent έχει τριπλασιάσει την τιμή του σε περίπου $ 70/bbl σήμερα από $ 19/bbl στις 21 Απριλίου 2020, το χαμηλότερο επίπεδο σε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα βιομηχανικά μέταλλα έχουν αυξηθεί κατά 77%, τα αγροτικά προϊόντα και τα σιτηρά κατά 67%. Ομοίως και οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται από την έναρξη της πανδημίας, συγκριτικά ταχύτερα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο (12,6% και 9,0% ετησίως αντίστοιχα), έναντι 5,8% στην Ευρωζώνη.
Όπως τονίζεται οι μεγάλες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στον πληθωρισμό αποδίδονται καταρχάς σε παροδικούς παράγοντες, όπως τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, σε προσωρινές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κατά το άνοιγμα των οικονομιών μετά από τα παρατεταμένα lockdowns, στην πραγματοποίηση δαπανών που αναβλήθηκαν εν μέσω των lockdowns και στις ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την προηγούμενη πτώση των τιμών.
Η ρευστότητα
Ωστόσο, σύμφωνα με την Έκθεση της Eurobank, οι υπολανθάνουσες αιτίες του πληθωρισμού σχετίζονται με ταπρωτοφανούς μεγέθους νομισματικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας Covid-19 (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των επιτοκίων και της επέκτασης του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών, ήτοι την ποσοτική χαλάρωση), τις καθυστερήσεις στην παραγωγή από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της ζήτησης.
Το κύριο ερώτημα που απασχολεί τόσο τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όσο και την αγορά είναι εάν αυτές οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις του πληθωρισμού θα αποδειχθούν προσωρινές ή πιο επίμονες. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες που ενδεχομένως συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων έχουν διαφορετικό χρόνο εκδήλωσης. Οι διαταραχέςτης προσφοράς πιθανότατα θα χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο για να αντιμετωπιστούν έως ότου αυξηθεί η παραγωγή για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση από το άνοιγμα της οικονομίας. Η νομισματική χαλαρότητα, θεωρητικά, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αντιστραφεί πιο γρήγορα καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να μειώσουν την προσφορά χρήματος άμα τη εμφανίσει προειδοποιητικών σημαδιών υπερθέρμανσης και πιέσεων στις βασικές τιμές και τους μισθούς. Ωστόσο, στο δίλημμα μεταξύ της πιθανά πρόωρης απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πρόληψη του πληθωρισμού και της αναμονής μέχρι να πειστούν ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη, οι περισσότερες Κεντρικές Τράπεζες (ΚΤ) έχουν υποδηλώσει ότι θα επιλέξουν το δεύτερο. Επομένως, στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και ιδίως στην Ευρωζώνη) βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την απόσυρση των διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής.
Πηγή: News247.gr