Σχεδόν το 80% των συμμετεχόντων σε μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Toronto έχασε «κλινικά σημαντική» ποσότητα σωματικού βάρους σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά από τρία διαδοχικά και διαφορετικά διατροφικά πλάνα, σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο Nutrition.
Οι συμμετέχοντες ακολούθησαν κατά σειρά μια διατροφή περιορισμού των θερμίδων, μια διατροφή χαμηλών υδατανθράκων/υψηλών λιπαρών και μια διατροφή διαλειμματικής νηστείας, χάνοντας κατά μέσο όρο 11,1 κιλά -σχεδόν το 10% του σωματικού τους βάρους.
«Σχεδόν το 80% των συμμετεχόντων έχασε κλινικά σημαντική ποσότητα βάρους. Πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η απώλεια έστω και 5% του σωματικού βάρους σχετίζεται με βελτιώσεις στην καρδιομεταβολική λειτουργία και άλλα προβλήματα υγείας. Αυτό μας δείχνει ότι έχουμε πολλά διαφορετικά εργαλεία στην εργαλειοθήκη μας για να επιλέξουμε όταν αρχίζουμε μια διατροφική παρέμβαση», αναφέρει η Rebecca Christensen, υποψήφια διδάκτωρ στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Dalla Lana που ηγήθηκε της μελέτης.
Η ίδια τονίζει πως η προσκόλληση στο ίδιο πλάνο διατροφής μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη, γι’ αυτό και θεωρεί ευχάριστο το γεγονός ότι τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν ότι μπορεί να υπάρχει και εναλλακτική λύση.
«Μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο για τους ασθενείς να διατηρήσουν τις διατροφικές παρεμβάσεις. Αυτό είναι το σημείο όπου οι διαδοχικές δίαιτες έχουν ένα πλεονέκτημα, καθώς η εναλλαγή του πλάνου καθιστά ευκολότερη την προσκόλληση σε μια υγιεινή διατροφή», εξηγεί χαρακτηριστικά η Δρ. Christensen.
Επιπλέον, τη στιγμή που όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να χάσουν το βάρος που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η ειδικός τονίζει πως δεν υπάρχει σωστός μήνας ώστε κάποιος να ξεκινήσει δίαιτα.«Το θέμα είναι να ξεκινήσει», σημειώνει η ίδια και προσθέτει ότι στόχος δεν χρειάζεται να είναι ένας πολύ χαμηλός δείκτης μάζας σώματος.
«Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα εφικτό. Αλλά θέλουμε να κάνουμε την παρέμβαση ώστε οι άνθρωποι που το χρειάζονται να φτάσουν στο βάρος που ξέρουμε ότι είναι ωφέλιμο για την υγεία τους», καταλήγει η Δρ. Christensen.
Πηγή: ygeiamou.gr