Στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Δράμας κυροῦ Παύλου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Δράμας, την Κυριακή 5 Ἰουνίου 2022, γιά τόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Δράμας κυρό Παῦλο μίλησε ὁ ἀδελφικός του φίλος Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας ὁ ὁποῖος μέ τόν πλούσιο λόγο του ζωντάνεψε στή μνήμη μας τόν ἀσυμβίβαστο, εἰλικρινῆ, ἁπλό, πατριώτη καί ὁρμητικό Ποιμενάρχη μας.
Ο Σεβασμιώτατος άρχισε με τους εξής ποιητικούς στίχους: «Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου κι αν έρθουν και δικοί μας. Να μη τους πεις κι απόθανα να τους βαροκαρδίσεις. Στρώσε τους τάβλα να γευτούν, κλίνη να κοιμηθούνε. Στρώσε τους παραπέζουλα να βάλουν τ’ άρματά τους. Και σαν ξυπνήσουν το πρωί και σ’ αποχαιρετούνε, πες τους το πως απόθανα».
Στη συνέχεια, έκανε μια αναδρομή στα χρόνια των σπουδών στην Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας, στους κοινούς αγώνες για την Εκκλησία και κατέληξε στην ιερή κλήση για την Αρχιερωσύνη.
Ο Επίσκοπος της Δυτικής Θεσσαλονίκης αφορμώμενος από την ημέρα της μνήμης των Αγίων Πατέρων αναφέρθηκε στο σπουδαίο ρόλο της Συνόδου υπογραμμίζοντας ότι «η κληρονομιά των αγίων Πατέρων είναι ο άρρηκτος σύνδεσμος με το Χριστό.
Διαρκής υπόμνηση των Αγίων Πατέρων αποτελεί η διατήρηση της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος. Τούτη την αρχή υπηρέτησε σθεναρά ο μακαριστός Παύλος «χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς την ανίατη ασθένεια της μεγαλομανίας, αλλά με πνεύμα σύνεσης και διάκρισης».
Ο Σεβασμιώτατος με λογοτεχνική δεξιότητα αποτύπωσε στο λόγο του στιγμές από την Εκκλησιαστική και Ποιμαντική δράση του εκδημήσαντος Ποντίου Αρχιερέως και με μια φράση έδωσε το στίγμα της δυνατής προσωπικότητάς του: « Αντάρτης του Θεού» υπήρξε σε όλη του τη ζωή ο μακαριστός Παύλος!! Ας είναι αιωνία η μνήμη του!!».
Το εκκλησίασμα επισφράγισε την εξαιρετική ομιλία του αγίου Νεαπόλεως με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα επιρρωνύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την άρτια σκιαγράφηση του εκλιπόντος Ποιμένος τους.
Ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβα
Μάνα κι ἂν ἔρθουν οἱ φίλοι μου κι ἂν ἔρθουν καὶ δικοί μας. Νὰ μὴ τοὺς πεῖς κι ἀποθανα νὰ τοὺς βαροκαρδίσεις. Στρῶσε τοὺς τάβλα νὰ γευτοῦν, κλίνη νὰ κοιμηθοῦνε. Στρῶσε τοὺς παραπέζουλα νὰ βάλουν τ’ ἅρματά τους. Καὶ σὰν ξυπνήσουν τὸ πρωὶ καὶ σ’ ἀποχαιρετοῦνε, πὲς τοὺς τὸ πὼς ἀποθανα.
Αὐτὴ ἡ λεβεντιά, αὐτὴ ἡ ἀρχοντιά, αὐτὴ ἡ περηφάνια τῆς ὕπαρξης ποὺ ἐκφράζει αὐτὸ τὸ τραγούδι ποὺ ἀγαποῦσες, αὐτὴ ἡ ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα σὲ χαρακτήριζε, φίλε Παῦλε, σὲ πεῖσμα τῆς μεγαλομανίας ποὺ μαστίζει τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἐποχή μας. Μέσα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ λιγοστεύουν τὰ γκεσέμια, οἱ ἡγέτες καὶ οἱ καθοδηγητές, τώρα πιότερο ἀπὸ ποτὲ αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη τῆς κοινωνίας τοῦ προσφιλοῦς σου προσώπου, τὴν παρουσία τοῦ λόγου σου, ποὺ ζωοδοτοῦσε κάθε στιγμή μας, τὴν προσφορὰ τοῦ ἔργου σου. Καὶ τώρα ποὺ ἔφυγες γιὰ τὸν οὐρανό, ὁ τοποτηρητὴς τῆς Μητροπόλεώς σου, ὁ Μητροπολίτης Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου κύριος Παντελεήμων, κάλεσε ἕναν φίλο νὰ μιλήσει γιὰ τὸν φίλο του. Τὸν εὐχαριστῶ ἐκ βάθους καρδίας.
Ὡς φίλος πρὸς φίλο θὰ μιλήσω. Ἀπὸ παιδιὰ συμπορευτήκαμε σὲ μία ἀνιδιοτελῆ σχέση φιλίας. Πάντα μαζί.
Θυμᾶμαι μὲ νοσταλγία τὶς σπουδές μας, στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Λαμίας. Στοῦ Θεοῦ τὰ γράμματα τὰ ἱερὰ ἀφιερωμένοι, στοῦ ἀνθρώπου τὸν πόνο ταμένοι, μαζὶ στὶς ἀγωνίες τῆς ἀνήσυχης νιότης, μαζὶ καὶ στὰ ὄνειρα καὶ τὶς προσδοκίες. Ἐκεῖ μας ὅρισε ὁ Θεός, τὸν καθένα στὸ δικό του μετερίζι, καὶ γίναμε συνεπίσκοποι, διακονώντας τὰ πιστὰ τέκνα τῶν ἐπαρχιῶν μας, ποὺ πολλὰ ἐξ’ αὐτῶν κατάγονται ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ τὴν εὐρύτερη Μικρὰ Ἀσία. Ἄλλωστε, ἐσὺ διακόνησες καὶ ὡς ἱερεὺς στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας Σουμελᾶ στὸ ὅρος Βέρμιο.
Κι ἐρχόμαστε στὸ σήμερα. Στὴν ἡμέρα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Στὴ μνήμη τῶν τριακοσίων δεκαοκτὼ (318) Ἁγίων Πατέρων, ἐκείνων ποὺ ὡς μέλη τῆς Ἃ΄ (πρώτης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἄνοιξαν δρόμους καὶ φώτισαν τ’ ἀνήλιαγα σκοτάδια μας. Μορφὲς ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος δήλωσαν δυναμικὰ τὸ «παρὼν» καὶ ἀντιμετώπισαν τὴν κακοδοξία τοῦ Ἀρείου, διατυπώνοντας τοὺς πρώτους ὅρους τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καὶ ἰδιαίτερα τὰ περὶ τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς ὁμοούσιο πρόσωπο μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Τεράστια ἡ προσφορὰ τῆς Συνόδου καὶ ἡ συμβολὴ τῶν Πατέρων, καθὼς μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ διδασκαλία τους, διακήρυξαν ὅτι ὅποιος δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία, βρίσκεται ἐγκλωβισμένος στὸ σκοτάδι τῆς ἀβεβαιότητας. Αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεση: ἡ ἐγωιστικὴ περιχαράκωση γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἡ ἐμμονὴ στὴν ἐπάρκεια τῆς ὕπαρξης? ποιὰ ἐπάρκεια; Ὅλοι οἱ ἅγιοι ὑπῆρξαν ἀβέβαιοι καὶ ταπεινοί.
Αὐτὴ τὴν παρακαταθήκη ἄφησαν σὲ ὅλους ἐμᾶς, οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὴν κληρονομιά του νὰ μένουμε ἄρρηκτα ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό μας καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Γιὰ τοῦτο καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν ἀληθινὰ πρότυπα γιὰ ἐμᾶς, ποὺ καθημερινὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθειά του, λησμονώντας ὅτι στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὴ θέωση δὲν δυνάμεθα νὰ φτάσουμε ἔξω ἀπὸ τὴ μία ἀληθινὴ Ἐκκλησία.
Ὁ χορὸς τῶν ἁγίων Πατέρων κρατᾶ «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων» καὶ μᾶς καλεῖ στὴν ἀληθινὴ κοινωνία τῶν προσώπων, τὸν Παράδεισο. «Κύκλω τῆς τραπέζης σου εὐφράνθητι, καθορῶν σου», μακαριστὲ Ποιμενάρχα! Ἕναν χορὸ κυκλωτικὸ ἔχουμε στήσει κι ἐμεῖς σήμερα μὲ τοὺς συνεπισκόπους σου, τὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες, τοὺς ἱερεῖς σου, τὰ πνευματικά σου παιδιὰ καὶ ὅλους ὅσους ἦλθαν νὰ τιμήσουν τὴ μνήμη σου καὶ νὰ θυμηθοῦν καὶ πάλι τὴν προσφιλῆ μορφή σου. Τὸ μνημόσυνό σου ἠμᾶς συνήγαγεν!
Τὴν ἑνότητα μᾶς δίδαξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο μάθημα τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Ἕνας τέτοιος πατέρας ἤσουν κι ἐσύ, Παῦλε. Πατέρας, ποιμένας, ἱεράρχης, κληρικός, συγγραφέας, διανοούμενος, γνήσιος καὶ ἀληθινός, δίχως τὴν ἀνίατη ἀσθένεια τῆς μεγαλομανίας, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὸ μεγαλεῖο της ἁπλότητας μέσα σου. Ἕνας τέτοιος πατέρας ὑπῆρξες κι ἐσύ, μὲ παρρησία καὶ γενναιότητα καὶ μὲ τὴν εὐθύνη ἐκείνη τοῦ γονέα ποὺ διδάσκει στὰ παιδιά του, νὰ μὴν τρῶνε τὶς σάρκες τους. Ποῦ τὰ συμβουλεύει νὰ παραμείνουν ἑνωμένα.
Γιατί μέσα στὸ διάβα τῶν αἰώνων μία ἔννοια ἐπαληθεύει καὶ νικᾶ ὅλες τὶς ἄλλες, καὶ αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Ἀπότοκος αὐτῆς καὶ ἡ φιλία, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναπτύχθηκαν σχέσεις καὶ δεσμοὶ ἰσχυρότεροι καὶ ἀπὸ συγγενικοὺς ἢ δεσμοὺς αἵματος. Μέσα στὴν ἱερότητα τῆς φιλίας ζήσαμε τὰ ὀμορφότερα χρόνιά μας. Καὶ πάλι θὰ πῶ: ὁμιλῶ ὡς φίλος σὲ φίλο, Παῦλε, διότι ξέρω καλὰ πὼς μὲ ἀκοῦς.
Σήμερα, λοιπόν, θὰ μιλήσουμε γιὰ σένα, γιὰ ἕναν ἱεράρχη ποὺ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἑνότητα δίχως τυμπανοκρουσίες καὶ ἐθνικιστικὲς κραυγές, ἀλλὰ πάντα μὲ ἔμπονη ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο, ἀνεξαρτήτου καταγωγῆς καὶ προέλευσης. Μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξής σου, μὲ αὐτὴν τὴν καρδιὰ ποὺ ἀσθένησε στὸ τέλος καὶ σὲ κατέστησε κάτοικο τοῦ Παραδείσου, μία καρδιὰ ποὺ ἀγρυπνᾶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.
Λεβέντης ἀνυπόταχτος, ὄρθιος στὴ ζωή, γι’ αὐτὸ καὶ στὸν θάνατο! Ἕνας Ἀκρίτας ποὺ ξέρει πὼς νὰ ζεῖ, ἀλλὰ καὶ πὼς νὰ πεθαίνει! Ἀλύγιστος στὶς δυσκολίες, ἀνυποχώρητος στὸν πειρασμὸ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἀδιάκοπα ἀγωνιζόμενος. Ἕνας διάκονος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἑνώνει τὸν σύμπαντα κόσμο. Γιὰ τοῦτο κι ἐμεῖς, ὅλοι, συναντηθήκαμε σήμερα γιὰ σένα ποὺ μᾶς ἑνώνεις.
Τὸ σπουδαῖο σου ἔργο, πολυδιάστατο: κοινωνικό, ποιμαντικὸ καὶ ἱεραποστολικό, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα φιλάνθρωπο. Ἂς μὴν λησμονοῦμε τὸν ἀγώνα σου, γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν κλαπέντων ἱερῶν κειμηλίων ἀπὸ τὰ μοναστήρια τῆς περιοχῆς σού. Ἂς θυμηθοῦμε τὴ συμβολή σου καὶ στὸν πολιτισμό μας, μέσα ἀπὸ τὴν ἄρτια διοργάνωση καὶ τὴν ἐνεργὴ παρουσία σου, σὲ ἐκδηλώσεις ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴν ἱστορικὴ μνήμη, ὅπως Ἡ καμπάνα τοῦ Πόντου. Ἀκολούθησε τὸ ἔργο σου τὸν αἰώνιο νόμο πὼς ἡ δράση προκαλεῖ ἀντίδραση, ἀλλὰ πάντοτε ἀπαντοῦσες μὲ τὸ σπάνιο ἦθος τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐλευθερώνει. Τάχθηκες κατὰ τῆς ὑποκρισίας, διδάσκοντας πώς: «Ἐμεῖς οἱ δεσπότες δὲν ξεχωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς μας καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ» καὶ διακήρυξες πώς: «Ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ παραμείνουμε στὶς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ». Γι’ αὐτὴ τὴ Ρωμιοσύνη ποὺ τόσο ἀγάπησες, ἀγωνιζόσουν καὶ μάτωνες.
Ἀγάπησες τὴν Πόλη τῶν πόλεων, τὸ Φανάρι, τὰ ἱερὰ χώματα τῶν προγόνων σου καὶ ἀναδείχθηκες ἄξιος συνεχιστής τους. Ἡ σχέση σου μὲ τὸν Πατριάρχη ὑπῆρξε σχέση ζωῆς, γιατί εἶσαι ὁ πολυφίλητος Παῦλος του, ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὑποσχέθηκε νὰ ἔχει τὸν Πόντο σὰν τὰ μάτια του. Γιατί τὸ ἀέναο σύμβολο τοῦ ξεριζωμένου Ἑλληνισμοῦ, ὁ ἁγιοτόκος Πόντος, κινεῖται πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, ἐπειδὴ εἶναι διαχρονικὸς καὶ ὑπόκειται πέρα ἀπὸ τὸν τόπο ὡς οἰκουμενικὸς καὶ πανανθρώπινος.
Ὡς Παῦλος τῶν Ἐθνῶν, σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμή, πορεύτηκες στὶς ἀλησμόνητες πατρίδες, πανάξιο, ἐσύ, τέκνο τοῦ Πόντου. Μαζί σου κι ἐμεῖς συνταξιδιῶτες καὶ προσκυνητές: ἅγιος Ἰωάννης Βαζελώνας, ἅγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Παναγία Σουμελὰ καὶ ἄλλα προσκυνήματα ὑπῆρξαν οἱ σταθμοὶ στὰ ἅγια χώματα τῶν προγόνων. Συναισθήματα μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα, ποὺ θὰ μείνουν ἀνεξίτηλα χαραγμένα στὴ μνήμη καὶ στὴν καρδιά μας. Ὅλοι αἰσθανόμασταν ὅτι κουβαλούσαμε τὶς ψυχὲς τῶν προγόνων μας.
Κι ἐκπλήρωσες τὸ μεγάλο σου ὄνειρο. Ἦταν Δεκαπενταύγουστος τοῦ 2010 ὅταν συλλειτούργησες μὲ τὸν ἀγαπημένο σου Πατριάρχη, ἐνενήντα ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν ἀνείπωτη καταστροφή. Ἤμουν μαζί σου, σ’ αὐτὴν τὴν πρώτη Λειτουργία. Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ τοῦτες τὶς ἅγιες στιγμές. Ὅταν ἀκούστηκε καὶ πάλι ὁ ἀθάνατος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ οἱ ὀρθόδοξες ψαλμωδίες. Μύρισε ὁ ἀέρας θυμίαμα κι ἀνατριχίασαν μὲ ἀγαλλίαση οἱ ξεραμένοι θάμνοι, ξεδίψασαν τὰ ματωμένα χώματα. Τί ἐξαίσια ἑορτὴ εἶναι αὐτή!, συλλογίστηκες. Καὶ τότε στρεφόμενος στὸν Πατριάρχη μας, εἶπες πὼς ποντιακὴ πανήγυρη δὲν νοεῖται δίχως τοὺς ἤχους τοῦ κεμεντζέ. Ἀντάρτης τοῦ Θεοῦ τραγούδησες: Ἡ Παναΐαν λειτουργά, τὰ σήμαντρα κτυποῦνε. Βροντοῦνε τὰ καμπανασά, τ’ Ὀρμάνα ἀντιβροντοῦναι.
Ἀκούστηκε τὸ πανάρχαιο ποντιακὸ τραγούδι. Ἡ φωνή σου ἀντήχησε σὰν προσκλητήριο νεκρῶν, ἀφυπνίζοντας τὶς κοιμισμένες συνειδήσεις. Οἱ σκιὲς τῶν προγόνων βγῆκαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι γιὰ νὰ σ’ ἀκούσουν. Ἀναστήθηκαν οἱ μεγάλοι Κομνηνοὶ Αὐτοκράτορες, οἱ τρανοὶ Πόντιοι εὐεργέτες, ἔμποροι, ἐπιστήμονες, καλλιτέχνες, δάσκαλοι, τεχνίτες,
Μαυροθαλασσίτες, Τραπεζούντιοι, Ἀργυρουπολίτες, Σινωπεῖς, Ὀρντουλίδες. Σὰν νὰ σὲ καρτεροῦσαν οἱ περήφανοι βράχοι ἀπὸ καιρό, καὶ τώρα ποὺ ἡ λύρα ἀντήχησε καὶ πάλι στὴν
Παναγιὰ τοῦ ὅρους Μελὰ τοῦ Πόντου, τὰ πουλιὰ κελαήδησαν καὶ πάλι. Γιατί ἤξεραν πὼς τὸ ὄνειρο πραγματοποιήθηκε, γιατί ἦταν θέλημα Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συμβολὴ ἑνὸς ἀλλόθρησκου φίλου, τοῦ ἀγὰ τῆς Τραπεζούντας. Ἄραγε ὑπάρχει μεγαλύτερο θαῦμα ἀπὸ αὐτό;!
Ἡ κοίμησή σου συνέβη ἀπροσδόκητα κατὰ τὴν ἀναστάσιμη περίοδο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἔτος ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὰ 100 χρόνια της μνήμης τῶν ἀλησμόνητων πατρίδων. Ἔσπευσε τότε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κύριος Ἱερώνυμος, ποὺ -περίλυπος γιὰ τὸν ἀδόκητο χαμό σου- διάβασε τὰ ἀναστάσιμα λόγια της Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας στὸ κατευώδιό σου. Τώρα κοιμᾶσαι δίπλα στὸν συντοπίτη σου ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη, προσδοκώντας τὴν Ἀνάσταση.
Ἦλθε καὶ ὁ Πατριάρχης σου, ὁ Πατριάρχης τῆς Ρωμιοσύνης μας, ὁ πνευματικὸς Πατέρας τῆς Οἰκουμένης, ὁ γνήσιος φίλος σου, γιὰ νὰ σὲ χαιρετίσει, κρατώντας λίγα ἄνθη ἀπὸ τὸ χωριὸ τῶν προγόνων σου, ἀπὸ τ’ ἁγιασμένα χώματα τοῦ Πόντου, ἄνθη ποὺ ἔφερε ὁ ἄλλος ἐπιστήθιος φίλος σου, Efkan Bey. Ἀκόμη κι ἐκεῖνος, ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους, ποὺ κρατᾶ ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς πίστης, ἀκόμη κι ἐκεῖνος δάκρυσε μπροστὰ στὴ θέα τοῦ μνήματός σου. Ἄραγε τὸ ἴδιο δὲν δάκρυσε καὶ ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὸ μνῆμα τοῦ φίλου του, Λαζάρου; Κι ἂς γνώριζε πὼς ὡς Κύριος της Ζωῆς θὰ τὸν ἀνέσταινε ἀπὸ τὴ Χώρα τοῦ θανάτου.
Στὸν Ἅδη τώρα σεργιανᾶς στὴ Γῆ τῶν Μακάρων, καὶ ξεσηκώνεις τους ἀπὸ αἰῶνες κεκοιμημένους μὲ τὸν ἀγαπημένο σοὺ σύντροφο, τὸν κεμεντζέ σου, ὅπως τότε ποὺ ἀποχαιρέτισες τὸν ἀγαπημένο σου κύρη. Στὴ θάλασσα κολυμβητὴς καὶ στὴ στεριὰ λεβέντης, στὴ μάχη μέγας ἥρωας τοῦ Πόντου παλληκάρι! Παλικάρι, ἐσύ, ποὺ πολεμᾶς τὸν Χάρο, τὸν ἀφορισμένο τῶν οὐρανῶν, ἄκουσε τὶς δεήσεις μας. Νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴ ζωὴ πάνω ἀπ’ τὸ χῶμα… Τώρα ποὺ πορεύεσαι στὰ μαλαματένια μονοπάτια τοῦ Παραδείσου, θυμήσου μας, μὴν πιεῖς νερὸ τῆς λησμονιᾶς.
Σαράντα μῆλα κόκκινα χάρισες στὴν καρδιά μας, ἀλλὰ καὶ πάλι ἄνθρωπο σὰν ἐσένα δὲν θὰ συναντήσουμε. Γιατί ἤσουν πουλὶ μὲ τὰ πουλιά, ποὺ δὲν γνωρίζουν ἀπὸ πολέμους, παιδὶ μὲ τὰ παιδιά, ποὺ μόνο τὸ παιχνίδι ἀγαποῦν καὶ δὲν κρατοῦν καμία κακία, καὶ θηρίο μὲ τὰ θηρία, γιὰ ν’ ἀντιμετωπίζεις τὴ φρίκη τῶν πάσης φύσεως πολέμων. Βιάστηκες νὰ φύγεις ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν καλό, κι ἐμεῖς πονᾶμε γιὰ τὸν ἀποχωρισμό, ματώνει ἡ ἀνοιχτὴ πληγὴ μὲς στὴν καρδιά μας, ἀλλὰ τὸ τραγούδι σου, ἁπαλύνει τὸν πόνο, νικᾶ τὸν φόβο, τὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Τὸ ἀεράκι τῆς Ἀνάστασης φυσᾶ στὰ πρόσωπά μας: Μακριὰ χτυποῦν καμπάνες ἀπὸ κρύσταλλο, αὔριο, αὔριο, αὔριο λένε: τὸ Πάσχα τοῦ Θεοῦ. Ἄκου! Χτυπᾶ ἡ καμπάνα τοῦ Πόντου, τῆς Ἀνάστασης τραγούδι! Κι ἐμεῖς στρέφουμε τὰ μάτια στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ στείλει ἕνα πουλί, νὰ πάει στὴ μάνα ὑπομονή! Ἀναπέμπουμε προσευχὴ νικητήρια: Φύσα ἀεράκι φύσα μέ, μὴ χαμηλώνεις ἴσαμε, νὰ δῶ στὸν Πόντο μία κορφή, ποὺ χῶ μανούλα κι ἀδελφή! Ἡ μάνα ποὺ γεννᾶ τὴν ἐλπίδα, ἂς ἀναλογιστεῖ τὸ ὄνομά της, ἂς κάνει τὸν ἀβάσταχτο πόνο της, χαρά! Κι ἡ ἀδελφή σου, ἂς συνεχίσει νὰ βαδίζει στὰ χνάρια σου, μὲ φρόνημα σταυροαναστάσιμο.
Τὸ ποίμνιό σου προσωρινὰ ἔμεινε ὀρφανό. Ὅμως, ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἔχει ἀδιέξοδα μονοπάτια. Ὁ διάδοχός σου, θὰ ἀποτελέσει τὸν νέο κρίκο στὸν χορὸ τῶν ἀγγέλων! Ἡ χάρις τοῦ Παναγίου καὶ Τελεταρχικοὺ Πνεύματος θὰ στείλει τὸν νέο ἄγγελο νὰ ἔλθει ν’ ἀγκαλιάσει μὲ τὰ φτερὰ τοῦ τὸ ὀρφανὸ ποίμνιο τῆς Μητροπόλεως Δράμας. Νὰ δέεσαι ὑπὲρ αὐτοῦ στὸ διάβα τῶν αἰώνων.
Τὸ δάκρυ μας, ἂς γίνει Ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης. Ἀγαπημένε μᾶς Παῦλε, εἶσαι κομμάτι τοῦ Πόντου καὶ τῆς καρδιᾶς μας, καὶ γι’ αὐτὸ εἶσαι ἤδη ἀναστημένος! Γιατί ἡ Ρωμανία κι ἂν περασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο! Τὴ Ρωμιοσύνη μὴν τὴν κλαῖς ἐκεῖ ποὺ πάει νὰ σκύψει μὲ τὸ σουγιὰ στὸ κόκκαλο, μὲ τὸ λουρὶ στὸ σβέρκο. Νὰ τὴν, πετιέται ἀπὸ ’ξαρχής κι ἀντριεύει καὶ θεριεύει!
Ρωμεΐκον παλικάρι εἶμαι, κανέναν κι ἐφογοῦμαι.
Σὴν Σουμελᾶν τὴν Παναΐαν θὰ πάω στεφανοῦμαι…
Καλή σου Ἀνάσταση, ἀδελφέ μας! Χριστὸς Ἀνέστη!