ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Δύσκολη η ζωή κάτω από τον ξένο ήλιο, που έβγαινε, μα δεν ζέσταινε. Το μυαλό πίσω στο Ανηλιοχώρι. Εφιαλτικές οι νύχτες. Δυσοίωνα όνειρα για τα παιδιά και τους γονείς. Μα και η ζωή στις φάμπρικες ή στα τούνελ δυσβάσταχτη. Σπάνια η σκόλη. Από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω. Μόνη ανακούφιση η έλευση του ταχυδρόμου. Το καρδιοχτύπι έντονο μέχρι το άνοιγμα του φακέλου. Τι να έγραφε ο φορτωμένος με δεκάδες Μάηδες γονιός με το χέρι κάποιου νέου που αρνήθηκε τον μισεμό ή κάποιες σοβαρές υποχρεώσεις του που τον αποτρέψανε να πάρει την στράτα του ξενιτεμού. Είναι καλά ο γεννήτορας και η συμβία του; Μα πρώτα απ’ όλα είναι καλά στην υγεία τους τα βλαστάρια; Ακούν τον παππού και τη γιαγιά ή τους βγάζουν την ψυχή με τις ζαβολιές τους. Και η ψυχή γαλήνευε, όταν τα γραφόμενα ήταν ευχάριστα.

Και οι επιταγές καταφθάνανε ανελλιπώς για να αποφύγουν την πείνα τα βλαστάρια και οι γεννήτορες. Γέμιζε το πουγκί, όμως άδειαζε η ψυχή. Η νοσταλγία στο αποκορύφωμά της. Το πανάρχαιο νόστιμον ήμαρ δεν έλεγε να ξεθωριάσει, όσο κι αν τα άσματα του Καζαντζίδη αγωνίζονταν να το μετριάσουν. Αυτός είναι ο Έλληνας!

Κρατώντας στητός τη λύρα του την ανακρούει και δακρύζοντας ψελλίζει τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου:

Ας μη μου δώσει η μοίρα μου

εις ξένην γην τον τάφον.

Είναι γλυκύς ο θάνατος

μόνον, όταν κοιμώμεθα

εις την πατρίδα.

Κάποιοι πιστοί στη διαχρονικότητα της ελληνικής παράδοσης δεν λησμόνησαν την κάλβεια ωδή, άλλοι όμως την παρέκαμψαν.

Μάταια τα Ανηλιοχωρίτικα στενοσόκακα και η χωμάτινη αλάνα τους ανέμενε να επιστρέψουν. Προτίμησαν το Κλείνον Άστυ και την προσφυγομάνα του Βορρά. Το Ανηλιοχώρι μάταια τους αναμένει. Το ενθυμούνται συνήθως το καλοκαίρι στη γιορτή του Αγιάννη στις 29 Αυγούστου. Κι ύστερα σιωπή. Κουφάρι το σχολείο. Απούσες οι φωνές των γαβριάδων. Και τα περήφανα γηρατειά, όμως λησμονημένα, αποζητούν τη ζεστασιά της ξυλόσομπας. Έρημες οι στράτες. Που και που υλακτούν τα αδέσποτα

τετράποδα. Και οι ανεπιθύμητες γλαύκες υπενθυμίζουν την παρουσία τους με το απαίσιο λάλημά τους.

Δεν σε λησμονώ, λατρευτό μου Ανηλιοχώρι! Ίσως το σώμα μου να μη βρίσκεται στην αλάνα και στις στράτες σου, όμως η ψυχή και το πνεύμα μου θα βρίσκονται αδιάλειπτα εδώ.

Θα αφουγκράζομαι τους καημούς σου και τις εκκλήσεις σου. Και όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, χωρίς γογγυσμούς και αμέλεια, θα ανταποκρίνομαι στη φωνή σου. Δεν σε λησμονώ. Ούτε και θα αδιαφορήσω για το προσκύνημα στον Αγιάννη σου. Μνήμη αξεθώριαστη η παρουσία του. Πισωγύρισμα στα νιάτα το χτίσιμό του. Αγωνία για να χτιστεί το σπίτι του Αγιάννη, που τόσο επίμονα το ζητούσε στης ενύπνιες εμφανίσεις τους. Στο περιθώριο οι πικρίες και οι κατατρεγμοί. Κυρίαρχη η ανακούφιση για το αποτέλεσμα, που εύλογα σαλεύει το γνωστό «ουκ εις μάτην εκοπιάσαμε».

Τροφή υγιεινή της ψυχής η αναπόληση για απάλυνση της μοναξιάς. Μα και ίαμα αποτελεσματικό.

Αλλά η αναφορά στο Ανηλιοχώρι δεν έχει σταματημό. Ζητεί, και με το δίκιο του, κι άλλες αναφορές. Ευχάριστες και δυσάρεστες. Αποδεκτές όλες. Κέρδος και από τις δύο.