ΠΟΛΥΝΑ Γ. ΜΠΑΝΑ, «Η ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ ΤΩΝ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ», ΠΟΙΗΣΗ, ΕΚΔ. ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, 2017

 

Του Δήμου Χλωπτσιούδη

 

 

Με αφορμή την πρόσφατη β’ έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Πολύνας Γ. Μπανά με τίτλο «Η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων», η οποία εκδόθηκε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, το πρώτον, τον Ιούνιο του 2017, αναδημοσιεύουμε την κριτική που έγραψε για τη συλλογή ο κριτικός ποίησης και φιλόλογος, Δήμος Χλωπτσιούδης, στο τελευταίο τεύχος του τετραμηνιαίου περιοδικού για την τέχνη και τη ζωή «ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ» που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 57, Δεκέμβριος 2017).

 

 

Μολονότι έχουμε υπογραμμίσει το βαρύ αποτύπωμα της ειρωνείας στην «ποίηση της αγανάκτησης»[1], ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκφραση της σε δημιουργούς με τέτοια γεωγραφική διασπορά και ηλικιακή απόσταση. Ο σαρκασμός όμως δεν αποτελεί απλά μία εκφραστική διέξοδο για την άρνηση προς το κοινωνικό κατεστημένο (Καρυωτάκης) μα και προς το ίδιο το άτομο, ακόμη και αν αυτοαναιρείται και το ποιητικό εγώ κινδυνεύει να ταυτιστεί με τον ποιητή εκθέτοντας τον/την στο κοινό. Εξάλλου, και τούτη η προσωπική έκθεση αποτελεί ένα σύμπτωμα της εποχής.

Στην περίπτωση της Πολύνας Μπανά («η καταφανής εξωστρέφεια των φωνηέντων» σαιξπηρικόν 2017) μοιάζει με έναν μηχανισμό αυτογνωσίας, τον οποίο επιστρατεύει με μία αλληγορική διάθεση διδακτικής προσέγγισης. Ωστόσο, η απουσία του διδακτικού β’ προσώπου που αντικαθίσταται από το αυτοαναφορικό βίωμα και το πρωτοενικό υποκείμενο αναιρεί κάθε διδακτικό ύφος, αποφεύγοντας την ύβριν της δημιουργού ακριβώς ότι διδάσκει.

Έτσι, στιχουργώντας στο πνεύμα της εποχής, η ποιητική ειρωνεία διαπνέει όλες τις συνθέσεις της συλλογής. Πρόκειται όμως για μία ανατρεπτική ειρωνεία που έρχεται να ακυρώσει συχνά όσα αποδέχεται ο ακροατής/αναγνώστης ως δεδομένα (απάνθρωπο) ή άλλοτε ως δηκτική άρνηση (αμέσως, τα κόκκινα πατίνια, φούρνος) και αντίθεση (ρωγμή, μεταξύ ρημάτων, λίαν εύθραυστον) σε όσα έθεσε στοχαστικά νωρίτερα (στη μετακόμιση, λιθοβολισμός) αυτοακυρώνοντας συχνά τον ποιητικό αφηγητή (νεύμα, τα κόκκινα πατίνια).

Εξάλλου, συχνά το ποιητικό εγώ δίνει μία αίσθηση ατόμου αντικοινωνικού (αποστολή εξετελέσθη, νεύμα, ατιμωρησία) και μοναχικού (τα κόκκινα πατίνια, νεύμα, λιθοβολισμός, λίγο χρόνο ακόμη) που αντιμετωπίζεται με ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού (σφιγμένα δόντια, επιστροφή στη μήτρα δικαίωμα ακροάσεως, διορία, περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος).

Έτσι, η ποιητική της αποκτά έναν χαρακτήρα γεφυρώματος με όσα έπληξαν στην πλημμύρα τη δημιουργό. Άλλωστε, η ίδια ειρωνεία διακρίνεται ακόμη και σε διακειμενικές αναφορές (φούρνος, επιμύθιο), καθώς αντιμετωπίζει με σεβασμό και σαρκασμό ταυτόχρονα καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλη την παρουσία τους στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Ας μην παραβλέψουμε όμως και την τόλμη με την οποία η ποιήτρια προσπερνά κάθε προηγούμενη στιχουργική τοποθέτηση στο χώρο της ελευθεροστιχίας, υιοθετώντας μία πολυκύμαντη στοίχιση. Λέξεις και ημιστίχια μένουν μόνα, ακανόνιστα ως προς τη γραμμική διατύπωση του στίχου, μετέωροι. Έτσι, αισθητοποιείται μία διαρκή κίνηση που διαπνέει τη στιχουργία της και ταυτόχρονα με πειραματική διάθεση και μία «οπτική» ειρωνεία αναζητά νέες διαδρομές έκφρασης.

Κι αξίζει να υπογραμμίσουμε και τον στοχαστικό χαρακτήρα της ποιητικής της διά της μνήμης (το μόνο που μένει) για την οποία και φιλοσοφεί (παιχνίδια μνήμης, παιχνίδια αντίληψης) με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις που ενσωματώνει στο ατομικό αυτοδιηγητικό βίωμα.

Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει η αλληγορική χροιά συνθέσεων της συλλογής με υπαρξιακές συμπεριφορικές-προεκτάσεις (η φανερή γοητεία των φωνηέντων, η σημασία της τεχνικής στο κλασικό μπαλέτο, αποστολή εξετελέσθη) και στοχαστικές προσεγγίσεις για τη ζωή τη φθορά και τον θάνατο (περί ατελειών και ζωδίων ο λόγος, αντιστροφή ρόλων, λίγο χρόνο ακόμη, διορία, το μόνο που μένει).

Επιλογικά, η «ποίηση της αγανάκτησης» επανέφερε σε κεντρική θέση την ειρωνεία, ήδη βέβαια γνωστή στην ποίηση από την εποχή ακόμα της Επτανησιακής Σχολής (Σολωμός, Κάλβος) ή τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη ή τον αξιολογότατο Σουρή. Και τούτη η εκφραστική διέξοδος υποτιμήθηκε σε μία ελιτίστικη εκδοχή από τους «σοβαρούς» ποιητές που αναζητούσαν τα «μεγάλα» θέματα.

Λησμονήθηκε πως η ειρωνεία έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό της την αντίθεση ανάμεσα στο φαινόμενο και το πραγματικό, προκαλεί από μόνη της συγκίνηση, γιατί λειτουργεί διαμέσου της φαινομενικής απουσίας. Άλλωστε, έχουμε πολλούς αξιόλογους σύγχρονούς μας ποιητές που αξιοποιούν τη δυναμική της ποιητικής ειρωνείας[2].

 

 

[1] βλ. σχετ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Η ειρωνεία στη σύγχρονη ποίηση, βακχικόν, τεύχ. 38 (Ιούνιος 2017).

2 βλ. σχετ. και Δήμος Χλωπτσιούδης, Η ειρωνεία στην ποίηση και η περίπτωση του Σταύρου Καμπάδαη, βακχικόν, τεύχ. 36 (Δεκέμβριος 2016).