«Το καλλιτεχνικό μου όνομα είναι El Coper, όμως το πραγματικό είναι Παρασκευάς Ακριβός. Παλαιότερα χρησιμοποιούσα το φακιρικό ψευδώνυμο Χάμκαντερ από τη φράση που ξεστόμιζε μια νεκροκεφαλή που είχα δει σε ένα τσίρκο, όμως με το El Coper καθιερώθηκα. Γεννήθηκα στη Δράμα τον Μάρτιο του 1933, ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός και ήμασταν πέντε παιδιά. Δεν πρόλαβα να μάθω πολλά γράμματα γιατί ήρθε η Κατοχή. Μια μέρα στο σχολείο δύο συμμαθητές μου μάλωσαν, ο ένας πίεσε τον άλλο με τον κουτάλι που είχε για το συσσίτιο. Τρύπωσα στο κτίριο για να φέρω νερό και όπως έβαλα το χέρι στο καζάνι, έπιασα μια κονσέρβα κορν μπιφ και πήγα σε μία άκρη κι έφαγα το κρέας και ξέχασα τον συμμαθητή μου.
Από τη Δράμα περνούσαν θίασοι που έπαιζαν κυρίως επιθεωρήσεις και λιγότερο πρόζα. Άρχισα να κάνω θελήματα και μαγεύτηκα από τον κόσμο του θεάτρου, μου άρεσε η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους. Μια φορά είχε έρθει η Μήτση Κωνσταντάρα, αδερφή του Λάμπρου. Θυμάμαι έκανε στα καμαρίνια γυμναστική στα χέρια με σούστες. Όταν έφυγε ο θίασος, μου είπε «καλή σταδιοδρομία». Ρώτησα έναν φίλο μου υφασματοπώλη τι σήμαινε η λέξη κι εκείνος με συμβούλευσε «να πηγαίνω τακτικά στο στάδιο». Δεν με πείραξε όμως, συνέχιζα να διαβάζω μόνος, ακόμη και νομικά βιβλία.
Αργότερα πήρα ένα μηχανάκι Sachs και γνώρισα στις Σέρρες μία κοπέλα, που είχε έρθει στην πόλη μ’ ένα μπουλούκι. Πήγα μαζί τους περιοδεία σε όλη τη Μακεδονία και κόλλησα. Έκτοτε, άλλαξα πολλούς θιάσους, μια χρονιά με την Σωτηριάδη, την άλλη με τον Βαγόπουλο, την επόμενη με τον Γακίδη. Παίζαμε τη «Γκόλφω», τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» κλπ. Εγώ ήμουν ωραίο παιδί ψηλό κι έπαιζα τον εραστή. Ήμουν περιζήτητος και μια χρονιά με είχαν κρύψει για τρεις μέρες στο σπίτι μιας οικογένειας – Κανακάρηδες λέγονταν – στη Θεσσαλονίκη για να μη με αρπάξει ο αντίπαλος θίασος.
Κάποια στιγμή κατέβηκα στην Αθήνα, καθώς βρέθηκα σε έναν μεγάλο θίασο – με 34 πρόσωπα – της Αλέκας Στρατηγού. Κάναμε την επιθεώρηση «Ταξίδια στην Αμερική» και αργότερα σε έναν άλλο θίασο του Κωστή Λειβαδέα παίζαμε «Ιφιγένεια». Εκεί δεν έπαιζα ρόλο, ήμουν «κοντάρι» όπως λέμε στην αρχαία τραγωδία, γιατί ήταν δύσκολο έργο. Σε πολλούς θιάσους επίσης έκανα τον κονφερασιέ: «Κυρίες, δεσποινίδες και κύριοι, έχω την τιμή και τη χαρά να σας παρουσιάσω μία μεγάλη βεντέτα από το ελληνικό μουσικό θέατρο, τη Βίκυ Δημητρίου. Υποδεχτείτε με ένα θερμό χειροκρότημα τη μεγάλη δόξα του ελληνικού μουσικού θεάτρου» και άλλα τέτοια. Παράλληλα με το θέατρο, έκανα πολλές δουλειές, κυρίως εμπόριο ρούχων. Κάποτε έφτασε στον Πειραιά μια καραβιά με ινδοκάρυδα και ο εισαγωγέας αδυνατούσε να τα πληρώσει. Τα αγόρασε ένας φίλος μου με έναν ζαχαροπλάστη κι έφτιαχναν γλυκά. Όμως, ο φίλος μου έφυγε αιφνιδιαστικά στην Κόρινθο γιατί είχε πεθάνει ο γαμπρός του – ο άντρας της αδερφής του – και μου άφησε εμένα στην Αθήνα το διαμέρισμά του και τα ινδοκάρυδα. Έβγαλα καλά λεφτά εκείνη την εποχή.
Κάποια στιγμή αποφασίζω να γίνω ταχυδακτυλουργός. Πουλάω τη μοτοσικλέτα και αγοράζω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, κάνω τον σταυρό μου και ξεκινώ
Πήγαινα σε ένα καφενείο στην Αγίου Κωνσταντίνου, όπου σύχναζαν τραγουδιστές δημοτικών ορχηστρών, κλαριντζήδες, καραγκιοζοπαίχτες και άλλοι λαϊκοί καλλιτέχνες. Κάποια στιγμή ο μπουφετζής, ένα καλό παιδί από τα Γιάννενα, μου γνωρίζει τον Φιλίπ, ταχυδακτυλουργό της εποχής, ο οποίος μου λέει «κάνω ένα πρόγραμμα και θέλω κονφερασιέ». Εμένα έτρεχε η γλώσσα μου, λόγω της προϋπηρεσίας στο θέατρο. Ήταν δεκαετία του ’60 και είχε εμφανιστεί η τηλεόραση και ο κόσμος είχε γυρίσει την πλάτη στο θέατρο. Έτσι, σκέφτηκα να ακολουθήσω τον Φιλίπ.
Δούλεψα μαζί του δύο εξάμηνα. Εκείνη την εποχή είχα μια μεγάλη μοτοσικλέτα BMW, που μου τη ζητούσε επίμονα ένας χωροφύλακας. Κάποια στιγμή αποφασίζω να γίνω ταχυδακτυλουργός. Πουλάω τη μοτοσικλέτα και αγοράζω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, κάνω τον σταυρό μου και ξεκινώ να γίνω ταχυδακτυλουργός
Πήγα από το θέατρο στα φακιρικά χωρίς πρόβλημα, γιατί τα φακιρικά θέλουν γλώσσα και παράστημα. Τα πρώτα χρόνια, επειδή δεν είχα λεφτά να αγοράσω νούμερα, έκανα πολλά φαντασίας. Για παράδειγμα, σταματούσα την καρδιά μου, ήταν φοβερό νούμερο. Σε μια παράσταση στον Μακρύγιαλο Κατερίνης ήρθε από πάνω μου ένας γιατρός από το ΑΧΕΠΑ για να μετρήσει τους χτύπους της καρδιάς μου. Ήταν ωραίο νούμερο και κρατούσε αναγκαστικά πολύ, γιατί δεν είχαμε τότε μεγάλο ρεπερτόριο. Έκανα πολλά κόλπα με τραπουλόχαρτα και αργότερα πήρα ένα μεγάλο ραδιόφωνο πάνω σε τραπεζάκι, που εξαφανιζόταν. Έκανα υπνωτισμούς και αυτό που σήμερα ονομάζουμε illusions. Πολλά νούμερα τα αγόρασα από τη Βουλγαρία – εκεί όλα ήταν κρατικά και τα πουλούσαν φθηνά κι έβαζαν τα λεφτά στο παντελόνι.
Γύρισα όλη την Ελλάδα, από την Πελοπόννησο ως τα Γιάννενα, τη Θεσσαλία και πάνω στον Έβρο, γύρισα όλα τα χωριά της Ελλάδας. Από το 1963 δεν σταμάτησα ποτέ μέχρι σήμερα. Σε πανηγύρια δεν πήγαινα, μου έκαναν κακό. Διάλεγα μια περιοχή έχοντας κάνει έρευνα να δουλέψω σε δέκα χωριά. Αν είχε πανηγύρι όμως, όλος ο κόσμος περνούσε από εκεί και όταν πήγαινα την άλλη μέρα στο διπλανό χωριό, έλεγαν «ο φακίρης είναι, τον είδαμε χθες στο παζάρι, πάμε να φύγουμε». Η λέξη «φακίρης» είναι υποτιμητική γιατί στα τουρκικά σημαίνει φτωχός, αν και κανονικά έτσι λέγονται οι καλόγεροι στην Ινδία.
Κάναμε με τη γυναίκα μου ένα φοβερό νούμερο. Αγόρασα έναν προτζέκτορα που τον έκρυβα πίσω από την κουίντα και φώτιζε πάνω από μία γλάστρα στο κέντρο της σκηνής – αυτό το αντέγραψα από το εξωτερικό. Ρωτούσα τον κόσμο, «Ποιος θέλετε να εμφανιστεί, ο Βενιζέλος, ο βασιλιάς, ο Παπανδρέου», και η μορφή εμφανιζόταν πάνω στον πυκνό άσπρο καπνό. Ένας θεατής που είχε εργοστάσιο με μαρμελάδες στην Έδεσσα με παρακαλούσε, «πες μου πώς γίνεται και θα σε κάνω συνεταίρο».
Τα πρώτα χρόνια δούλευα με έναν-δυο βοηθούς, ώσπου παντρεύτηκα και ερχόταν μαζί η γυναίκα μου, η Μαρία, που ήταν 19 χρόνια νεώτερη. Ήταν θαυμάσιος άνθρωπος, δεν μπορώ να περιγράψω πόσο καλή ήταν, τρομάζω. Την είδα από μακριά και την ερωτεύτηκα. Ερχόταν ανελλιπώς μαζί μου, όμως δυστυχώς πέθαινε πολύ νέα. Δεν την ένοιαζε που θα πεθάνει, αλλά ρωτούσε τι θα κάνω εγώ -τέτοιος άνθρωπος ήταν. Βγάζαμε λεφτά, γιατί έκανα το καλύτερο πρόγραμμα. Με σημερινή αξία, βγάζαμε 300-400 ευρώ τη βραδιά. Αγόρασα δύο διαμερίσματα και σπούδασα την κόρη μου, που σήμερα είναι καθηγήτρια Αγγλικών.
Ο κόσμος με υποδεχόταν με πολύ αγάπη, μας φιλοξενούσε, φώναζε «καλώς τον φακίρη, καλώς τον μάγο». Τους πείραζα: «Γιατί μάγος; Αν ήμουν μάγος, θα έπιανα κάθε Κυριακή 13άρι στο ΠΡΟΠΟ, ενώ τώρα πιάνω τρία κι εκείνα μαραμένα»
Ο κόσμος με υποδεχόταν με πολύ αγάπη, μας φιλοξενούσε, φώναζε «καλώς τον φακίρη, καλώς τον μάγο». Τους πείραζα: «Γιατί μάγος; Αν ήμουν μάγος, θα έπιανα κάθε Κυριακή 13άρι στο ΠΡΟΠΟ, ενώ τώρα πιάνω τρία κι εκείνα μαραμένα». Παίζαμε πάντα έξω στον δρόμο, στην πλατεία και επεδίωκα να στήσω δίπλα στο καφενείο για να έχω στην αρχή 30-40 άτομα κοινό. Δεν φορούσα ιδιαίτερα ρούχα. Μια φορά μόνο στον Πειραιά είχαν βγάλει σε δημοπρασία ρούχα των ανακτόρων, του βασιλιά. Πήρα ένα παλτό, που το ζήλεψε και το έδωσα στον ηθοποιό Σανίνο. Είχα πάρει κι ένα φράκο, αλλά δεν μας έκαναν καλό εκείνα τα ρούχα, γιατί μας απομάκρυναν από τον λαό, για τον οποίο παίζαμε.
Δεν θα ξεχάσω δύο ιστορίες. Ήμουν στον Έβρο και μετά την παράσταση κατασκηνώσαμε με τη γυναίκα μου στην άκρη του χωριού. Εκείνη έπιασε να μαγειρέψει κι εγώ μετρούσα τα χρήματα, όταν ξαφνικά βλέπω ένα χιλιόμαρκο. Κάποιος είχε ρίξει 1.000 μάρκα. Λέω στη γυναίκα μου, μάζεψε’ τα γρήγορα να φύγουμε πριν το πάρει είδηση. Περάσαμε ξανά μετά από καιρό από το ίδιο χωριό, αλλά ευτυχώς δεν έγινε τίποτα. Επίσης στον Έβρο, είχε εμφανιστεί μια μέρα στο Ορμένιο ένας ξένος που αναζητούσε κάποιον κρατώντας μια σύσταση γραμμένη στα Αγγλικά. Ενημερώνουν οι χωριανοί τον τοπικό χωροφύλακα, τον Κώστα, που είχε άδεια γιατί είχε γεννήσει η γυναίκα του. Πηγαίνει να δει τι ζητούσε ο ξένος κι εκείνος βγάζει ένα περίστροφο Magnum και τον πυροβολεί εξ επαφής και τον σκοτώνει. Έγινε τεράστια κινητοποίηση, τον καταδίωξαν, ήρθε ως και ο μοίραρχος από τα Δίκαια. Ο ξένος κατευθύνθηκε προς το βουλγάρικο έδαφος και σε λίγο ακούσαμε το μυδραλιοβόλο, τον σκότωσαν οι Βούλγαροι. Αυτός είχε κάποια παράνομη δοσοληψία και ζητούσε έναν συγκεκριμένο στο χωριό.
Εκτός από εμένα, εκείνη την εποχή υπήρχε ο Λαμάρ, ο Σκολάρ, αργότερα ο Ξανθός Μάγος, με τον οποίο είμαστε πολύ φίλοι. Η καθιέρωση της τηλεόρασης επηρέασε τη δουλειά μας, όχι όμως καθοριστικά. Τις περιόδους που υπήρχε κρίση εμείς δουλεύαμε καλά, γιατί όταν ο κόσμος έχει λεφτά θα πάει στην στην ταβέρνα, ενώ στην κρίση κάθεται αναγκαστικά στην πλατεία κι εμείς είμαστε το μοναδικό θέαμα διασκέδασης.
Να πω την αλήθεια, τα φακιρικά δεν τα λάτρεψα όσο λάτρεψα το θέατρο. Γι’ αυτό έβαζα πάντα κάτι θεατρικό στα νούμερα που έκανα
Πέρυσι το καλοκαίρι έκανα περιοδεία στη Θεσσαλία με τον ταλαντούχο και πολύ νεώτερο μάγο Michael Merlin (σσ: κρατάει σήμερα την Ακαδημία Ταχυδακτυλουργών Μακεδονίας – Θράκης στην Καβάλα και λέει για την εμπειρία της περιοδείας με τον El Coper, «έκανα ένα συγκλονιστικό, ανεκτίμητο ταξίδι στον χρόνο»). Γυρίσαμε πολλά χωριά με ένα τροχόσπιτο. Πολλοί με αναγνώριζαν και με έδειχναν στα παιδιά τους. Ένας άντρας με πλησίασε και με ρώτησε: «Κύριε είστε φακίρης; Γιατί είχε έρθει ένας στο χωριό πριν από 37 χρόνια, και ούτε που θυμάμαι πώς, με είχε βάλει να κατουρήσω σε ένα μεταλλικό χωνάκι και μου έκανε εκείνο και το άλλο». Κι έλεγε για μένα. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή.
Κι έπειτα έβγαινα στην παράσταση, λέγοντας: “Ας σας πω το παράπονό μου. Ο κόσμος όλα αυτά τα χρόνια που γυρίζω μέσα στα μάτια με κοιτάζει. Και όλοι με νομίζουν ευτυχή. Εμένα η σκέψη μου πολλές φορές αλλού πετάει και τώρα τον ρόλο μου πρέπει να παίξω με ψυχή. Γελοίος γίνομαι για να διασκεδάσω. Αυτόν τον ρόλο παίζω στη ζωή από το βράδυ ως το πρωί και η σφαίρα μου γυρίζει, αλλού ο κόσμος με χειροκροτά και αλλού με σφυρίζει. Κανείς στον κόσμο δεν γνωρίζει ούτε το αληθινό μου δράμα, για αυτούς αξίζει ένα πράμα, το ότι βρίσκομαι εκεί πάνω στην ξύλινη σκηνή. Παλιάτσος, θεατρίνος, γι’ αυτούς είναι αγνώριστος ο ψυχικός μου θρήνος. Στο σπίτι η γυναίκα μου κι αν άλλον αγκαλιάζει, κι αν το μικρό παιδάκι μου πεθαίνει από μαράζι, στον κόσμο δεν πειράζει. Γι’ αυτό βγάζετε εισιτήριο και ο ένας στον άλλον γνέφει “Πάμε να δούμε θέατρο, να σπάσουμε και κέφι”. Είμαστε ωστόσο μια μονάς, σε γυρολόγους θρήνος, στο δικό σας λεξικό λέγομαι θεατρίνος. Παραδεχτείτε το εσείς και ο πλάστης ας σας κρίνει, απόστολοί του είμαστε κι εμείς, οι θεατρίνοι”.
Να πω την αλήθεια, τα φακιρικά δεν τα λάτρεψα όσο λάτρεψα το θέατρο. Γι’ αυτό έβαζα πάντα κάτι θεατρικό στα νούμερα που έκανα».
Πηγή: vice.com
Κείμενο Κώστας Κουκουμάκας, Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Αβραμίδη