ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη 

 

  • «Οι οξείς πολιτικοί ανταγωνισμοί προξενούν αναταραχή στο ήρεμο κοινωνικό κλίμα, η οποία δημιουργεί λυπηρά επεισόδια μεταξύ των πολιτών» (Πλουτάρχου, Περικλής)

 

Η άσκηση κριτικής στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα μια πολιτική εξουσία είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και επιβεβλημένη από την παράταξη ή τις παρατάξεις, που βρίσκονται στον αντιπολιτευόμενο χώρο.

Είναι ανθρώπινο να διαπράττονται λάθη ακούσια στο χειρισμό των θεμάτων, τα οποία απασχολούν το λαό από την πλευρά της εξουσίας. Άλλωστε, όπως ορθά διατύπωσαν οι Λατίνοι, «errare humanum est = το πλανάσθαι ανθρώπινο». Λάθη δεν κάνουν, όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν δρουν.

Αυτά τα ακούσια λάθη καλούνται οι αντιπολιτευόμενες πολιτικές παρατάξεις να επισημαίνουν και με λόγο ήρεμο και συνετό να συνιστούν στην εξουσία να προβαίνει στη διόρθωσή τους ή και να αποφεύγει την επανάληψή τους, αφού όπως πολύ σοφά διακηρύξανε οι πρόγονοί μας, το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».

Ασφαλώς σε καμία περίπτωση δεν συγχωρείται η κυβερνώσα παράταξη, όταν διαπράττει εν γνώσει της λάθη. Τότε εύλογα προκαλεί την αντίδραση του λαού, ήπια κατ’ αρχάς, όταν όμως παραγίνει το κακό, τότε δικαιολογημένα προκαλούνται αναταράξεις στις σχέσεις των κυβερνωμένων, οι οποίοι ενίοτε οδηγούν σε συγκρούσεις, που επιφέρουν την αναστάτωση, τη διασάλευση της εύρυθμης κοινωνικής λειτουργίας, τις συγκρούσεις και το διχασμό.

Δεν θεωρείται όμως επιτρεπτό από την πλευρά των αντιπολιτευομένων παρατάξεων να ανάγουν τη στείρα κριτική τους σε «πολεμική επίθεση», χρησιμοποιώντας συχνά ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς, σε οξείες διαμάχες, στις οποίες εμφανώς ή και αφανώς επηρεάζουν και τους συμπαθούντες αυτούς πολίτες με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν ένα πολωτικό αρχικά και στη συνέχεια διχαστικό κλίμα μεταξύ του λαού.

Μια τέτοια συμπεριφορά, που κάποτε έχει ως υπόβαθρό της τη φθορά της εξουσίας με στόχο την κάρπωση πολιτικού οφέλους, αποδυναμώνει την ισχύ της χώρας, ανοίγοντας την όρεξη σε επίβουλους γείτονες, οι οποίοι καιροφυλακτούν για να υλοποιήσουν τις διεκδικητικές τους τάσεις.

Αυτού του είδους όμως η κριτική ελάχιστα τιμά εκείνους, που την ασκούν, αφού υπαγορεύεται από το στόχο για διαδοχή στην εξουσία. Ταυτόχρονα μαρτυρεί την έλλειψη ειλικρινούς αγάπης προς την πατρίδα, της οποίας το συμφέρον υπέρκειται του ατομικού συμφέροντος, χαρακτηρίζει ως εναντίους του κοινωνικού συμφέροντος τους ασκούντες αυτήν.

Οι υστερόβουλες και ιδιοτελείς προσπάθειες ελάχιστα τιμούν όλους εκείνους, οι οποίοι επιδίδονται σ’ αυτές. Μαρτυρούν δε εύγλωττα την έλλειψη δημοκρατικής ευαισθησίας, μόνης εγγυήτριας της ομαλής και ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης, αλλά και την κατασκευή ολεθρίων αναχωμάτων στην επίτευξη του στόχου και της ευημερίας του λαού. 

Οι ηγέτες, που διακηρύσσουν με το λόγο την αγάπη τους προς το λαό, θα πρέπει και έμπρακτα να την αποδεικνύουν. Και ούτε είναι συγχωρητέον να αποικοδομούν την εκάστοτε νόμιμη εξουσία με λόγο υστερόβουλο, ο οποίος συμβάλλει στη νόθευση και απονεύρωση του τελειοτέρου απ’ όσα υπάρχουν δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ας μη λησμονούμε ότι η τοποθέτηση δυναμίτιδας στα θεμέλια της δημοκρατίας εύκολα ανοίγει την όρεξη στους νοσταλγούς των τυραννικών πολιτευμάτων, τα οποία όχι μόνον δεν είναι ικανά να προβούν στη λύση των λαϊκών προβλημάτων, αλλά αντιθέτως επισωρεύουν στον τόπο περισσότερα και δυσεπίλυτα προβλήματα με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε ανεπανόρθωτες συμφορές. 

Ασφαλώς αποδεκτή η αντικειμενική κριτική στο έργο των ασκούντων την εξουσία, αφού αυτή τους προστατεύει από τη διάπραξη ακουσίων λαθών και συμβάλλει στη γαλήνια πορεία του σκάφους της πολιτείας. Και η άσκηση μιας τέτοιας κριτικής δεν αφήνει αδιάφορο το λαό, ο οποίος έμπρακτα αποδίδει τον δίκαιο έπαινο, ευγνωμονώντας και διατηρώντας στη μνήμη του, όλους εκείνους που συνήργησαν στην πρόοδό του.