Θέλω να σας δείξω µιαν άλλη Ελλάδα. Μακριά από την Αθήνα και ακόµη πιο “µακριά” από αυτά που συνήθως βλέπετε. Οµως υπάρχει και είναι παραγωγική», µας είπε ο Κώστας Αποστολίδης από το µικρόφωνο του ναυλωµένου λεωφορείου λίγο προτού φθάσουμε έξω από τις εγκαταστάσεις της Raycap ώστε να μας ξεναγήσει. Είχε σταθεί όρθιος και φαινόταν άνθρωπος που δυσκολευόταν με τα πολλά λόγια. Αγαπούσε το πράττειν. Δύο ώρες αργότερα φεύγαμε από τη βιομηχανική περιοχή της Δράμας, έκπληκτοι από αυτά που είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια: τεχνολογία αιχμής made in Greece που εξάγεται σε πελάτες-κολοσσούς, όπως η ΑΤ&Τ, η Federal Aviation Administration (στην οποία υπάγονται όλα τα αμερικανικά αεροδρόμια), η Vestas με τα αιολικά πάρκα, η Alstom. Ηταν όντως μια άλλη χώρα που δεν έμοιαζε με τη δική μας. Λες και κάποιος είχε πάρει ένα κορυφαίο εργοστάσιο από το εξωτερικό –καλαίσθητο, καλοκουρδισμένο, με υπαλλήλους που ήταν υπερήφανοι για τη δουλειά τους– και το είχε πετάξει από τον αέρα στο έδαφος της Βόρειας Ελλάδας. Ενα μικρό θαύμα.
Ο Αποστολίδης, ωστόσο, δεν έβλεπε τον εαυτό του ή τα επιτεύγματά του ως αλαζονική εξαίρεση, αλλά ως τρανή απόδειξη του τι μπορεί να επιτύχει η πατρίδα μας. «Αφού εγώ τα κατάφερα, μπορούν και άλλοι», έλεγε συχνά, υπογραμμίζοντας τη δύσκολη εκκίνησή του: «Απλά παιδιά ήμασταν από φτωχά σπίτια». Με πείσμα, με δουλειά, με πατενταρισμένες ευρεσιτεχνίες και σωστή στρατηγική, η Raycap έφτασε από μια εσχατιά της περιφέρειας, με τρεις εργάτες το 1987, να εξάγει σε 50 κράτη και να διαθέτει επτά εργοστασιακές μονάδες στο Αϊνταχο, στο Νιου Τζέρσεϊ, στη Νότια Καρολίνα, στη Σλοβενία, στο Μόναχο, στην Αθήνα και βέβαια στη Δράμα. Γεννημένος εκεί το 1948, με ρίζα προσφυγική, τελείωσε το σχολείο και μπήκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο για να σπουδάσει μεταλλειολόγος μηχανικός. Στα 18 του κατέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα με δύο συνομήλικους Δραμινούς που μπήκαν και αυτοί στο πανεπιστήμιο. Επρεπε να βρουν σπίτι.
Το ξεκίνημα
Κλειδοκράτορες των πάντων εκείνη την περίοδο, οι θυρωροί των πολυκατοικιών. Αυτοί ήξεραν τα ταπεινά ρετιρεδάκια που ήταν προς διάθεση. Ο Κώστας και οι συντοπίτες του είχαν εντοπίσει ένα οικονομικό κατάλυμα στην πλατεία Αμερικής, την καλή συνοικία της Αθήνας στα μέσα του ’60. Ο θυρωρός του κτιρίου τούς «έκοψε», κατάλαβε ότι το βαλάντιό τους ήταν περιορισμένο, τους είπε ότι δεν νοικιάζεται τίποτε. «Μας διώχνεις», του είπε ο Κώστας τότε. «Αλλά να ξέρεις ότι χάνεις τρία εξαιρετικά παιδιά από τη Δράμα!». Εκείνος σάστισε. «Τι; Δραμινοί είσαστε; Κι εγώ Δραμινός είμαι. Θα σας δείξω το ρετιρέ». Θα μπορούσε αυτό να είναι ένα απλό περιστατικό των νιάτων του, αν δεν τύχαινε στον από κάτω όροφο να μένει ένα όμορφο και πολύ ιδιαίτερο κορίτσι, η Πέννυ, που κέρδισε αμέσως την προσοχή του. Κεφαλονίτικης καταγωγής, με οικογένεια που είχε ξανοιχτεί εμπορικά και επιχειρηματικά στη Ζιμπάμπουε. Kοσμοπολίτισσα, γλωσσομαθής, ήταν πιο πολύ στραμμένη στο σχολείο της παρά στα αγόρια που είχαν μετακομίσει στην πολυκατοικία της.
Ποιο ήταν εκείνο το έναυσμα που του έδωσε την έμπνευση να εξειδικεύσει τη Raycap στον τομέα της ηλεκτρικής προστασίας συστημάτων από απότομες υπερτάσεις ύστερα από κάποια διακοπή, όπως συμβαίνει λ.χ. σε μια καταιγίδα; Βρισκόταν για επίσκεψη στο εργοστάσιο ηλεκτρισμού της Μεγαλόπολης, όταν έπεσε ένας κεραυνός που σταμάτησε κάποιες από τις λειτουργίες του. Αυτό ήταν! Του ήρθε αμέσως η ιδέα τού τι έπρεπε να κάνει. Σήμερα η εταιρεία του είναι παγκόσμια ηγέτις στο πεδίο αυτό, με δεκάδες πατέντες που έχουν βρει οι ειδικοί της. Και όμως. Δεν ήταν η καινοτομία μονάχα που τον οδήγησε στην επιτυχία, αλλά συνδυαστικά δύο άλλοι παράγοντες. Αφενός η βαρύτητα έπεφτε πάντα στον πελάτη και στις ανάγκες του: «Ακόμη και αν μας ζητήσουν κάτι εντελώς παλαβό, κάτι ανήκουστο που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, δεν θα τους κλείσουμε ποτέ την πόρτα. Θα προσπαθήσουμε να βρούμε την καλύτερη δυνατή λύση», μας έλεγε στο εργοστάσιο.
«Αφού εγώ τα κατάφερα, μπορούν και άλλοι», έλεγε συχνά, υπογραμμίζοντας τη δύσκολη εκκίνησή του: «Απλά παιδιά ήμασταν από φτωχά σπίτια».
Ετσι έβγαινε διπλά κερδισμένος. Ο πελάτης κατέληγε με το προϊόν που του έλυνε τα χέρια και το τμήμα έρευνας της Raycap με μια νέα τεχνογνωσία που πατούσε πάνω στις παλιές κατακτήσεις. Πατέντα με την πατέντα έφτασαν στην κορυφή. Η τεχνολογία της εταιρείας έβγαζε προϊόντα που δεν ήθελαν συντήρηση, άντεχαν στις πιο αντίξοες συνθήκες και δεν είχαν ημερομηνία λήξης. Κρατούσαν για πάντα. Το δεύτερο και πιο σημαντικό ήταν ο τρόπος με τον οποίο διάλεγε τους συνεργάτες του: «Θέλω να είναι καλά μυαλά αλλά και καλά παιδιά, έτσι ώστε να εστιάζουν στην μπάλα, όχι στην κερκίδα», συμπλήρωνε, εννοώντας τον ναρκισσισμό αλλά και τη φιλοχρηματία που διαμορφώνει πολλά κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων. Εδινε εξαιρετικές αμοιβές, εμπιστευόταν τους ανθρώπους του, δεν ήταν συγκεντρωτικός, αλλά δεν έκανε ποτέ πίσω σε ζητήματα ήθους ή κακού χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα ήταν καλή διοίκηση και μια δεμένη ομάδα που πέταγε και περνούσε το ίδιο πνεύμα σε όλες τις βαθμίδες.
Οι ευεργεσίες
Την ιδιαίτερη πατρίδα του την προίκισε με πολλά. Κατ’ αρχάς το εργοστάσιο που σε έναν φτωχό νομό έδινε εκατοντάδες θέσεις εργασίας, ύστερα έκανε συνεχώς στοχευμένες ευεργεσίες που θα μπορούσαν να αγγίξουν το σύνολο των συμπολιτών του. Οπως η αποκατάσταση στο Σαντιρβάν Τζαμί, ένα εκπληκτικό τέμενος που κατέρρεε και είχε «πνιγεί» από πολυκατοικίες που είχαν χτιστεί μέσα στον περιβάλλοντα χώρο του. Τις αγόρασε και τις γκρέμισε σε μια πράξη αγάπης για τον τόπο του, στην οποία σπάνια προβαίνει κανείς. Υστερα έκανε μια μεγάλη συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη ώστε να παρουσιάζονται εκεί εκθέσεις. Παράλληλα φώναξε το γραφείο του Νόρμαν Φόστερ, από τα σπουδαιότερα της Ευρώπης, για να κάνει μια μελέτη ανάπλασης στην κεντρική πλατεία της Δράμας. Από το μεγαλύτερο έως το πιο μικρό (την αναφύτευση του κήπου του Λυκείου Δράμας όπου πήγαινε), το μάτι και η καρδιά του ήταν στη γενέτειρα.
«Θέλω να είναι καλά μυαλά αλλά και καλά παιδιά, έτσι ώστε να εστιάζουν στην μπάλα, όχι στην κερκίδα», εξηγούσε για τον τρόπο επιλογής των συνεργατών του, εννοώντας τον ναρκισσισμό και τη φιλοχρηματία που χαρακτηρίζει πολλά κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων.
Τις τελευταίες εβδομάδες μιλούσαμε συχνά για να κανονίσουμε ένα ταξίδι στη Γαλλία και μια έξοδο για φαγητό. Λόγω φόρτου εργασίας, τα ακύρωσα και τα δύο. Στο σοκαριστικό άγγελμα του θανάτου του, με έφαγαν οι τύψεις που δεν τον είδα από κοντά, που έβαλα τη δουλειά πάνω από όλα και ήρθε το memento mori να με τιμωρήσει. Ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα ξαναδούμε τους αγαπημένους μας φίλους, τους συνεργάτες, τις πολύτιμες για εμάς υπάρξεις. Από την άλλη, είχα ένα ελαφρυντικό. Ο Κώστας έφτιαχνε αλεξικέραυνα που κρατούσαν μια ζωή, άπλωνε την αύρα του προστατευτικά γύρω από τον καθένα. Δεν πήγαινε το μυαλό μου πως θα μας κατακεραύνωνε με την ξαφνική του αποχώρηση. Ηταν ακμαίος, υγιέστατος, πρόσεχε τη διατροφή του, ασκείτο. Δεν πρόλαβε να πάρει χαμπάρι ότι ο καρκίνος τον παραμόνευε. Γράφοντας αυτές τις γραμμές, μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του: πέρυσι το καλοκαίρι στη Νάξο, σε μια αμμουδιά την ώρα που έδυε ο ήλιος και εκείνοι πιασμένοι χέρι χέρι με την Πέννυ έκαναν βόλτα το ηλιοβασίλεμα. Καλό ταξίδι, Κώστα. Από εκεί ψηλά θα βλέπεις καλύτερα τους κεραυνούς.
Πηγή: Kathimerini.gr / Μαργαρίτα Πουρνάρα