Δραματική αύξηση παρουσιάζουν τα περιστατικά βίας μεταξύ ανηλίκων, τους τελευταίους μήνες. Το τελευταίο, συνέβη στη Θεσσαλονίκη, όταν 12χρονη, μετά από καυγά, έσβησε τσιγάρο στο σώμα 13χρονης. Οι ψυχολόγοι θεωρούν ότι τα περιστατικά βίας και όχι μόνο μεταξύ ανηλίκων, αποτελούν πλέον κοινωνικό φαινόμενο. Σε μία περίοδο, όπου η βία και ο ανταγωνισμός, προβάλλονται διαρκώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τις ταινίες και τα κοινωνικά δίκτυα.
Η ψυχολόγος και οικογενειακή σύμβουλος Αναστασία Φωκά, μιλώντας στο Dnews αναφέρει ότι «τα φαινόμενα βίας, όχι απλά προβάλλονται, αλλά και κατά κάποιο τρόπο γίνονται πλέον ανεκτά, δεν σοκάρουν. Θεωρώ ότι την βία, τα παιδιά τη βλέπουν όχι μόνο στην τηλεόραση και τις ειδήσεις που προβάλλεται έντονα και στις ταινίες, τη βλέπουν και γύρω τους. Οι ίδιοι οι γονείς γίνονται βίαιοι, Βίαιοι με τα παιδιά τους, με κάποιον που μιλούν, με άλλα πρόσωπα της οικογένειας. Οι ενήλικοι γινόμαστε βίαιοι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε», αναφέρει.
Η κ. Φωκά σημειώνει ότι αυτό που λείπει από τα παιδιά, στη σημερινή εποχή, είναι το όριο στη συμπεριφορά. «Δεν έχουμε μάθει να βάζουμε όρια στις δικές μας συμπεριφορές και κατ’ επέκταση στα ίδια μας τα παιδιά, ώστε και αυτά να βάλουν τα όριά τους», επισημαίνει και συνεχίζει: «Από την εμπειρία μου, το πρόβλημα ξεκινά πάντα από την οικογένεια. Τα περιστατικά βίας, που βλέπω στις οικογένειες, οι γονείς τα παρουσιάζουν ως κάτι φυσιολογικό. Το να μιλήσω δηλαδή άσχημα στα παιδιά μου, το να απειλήσω το παιδί μου, το θεωρούν κάτι λογικό. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λένε, «μα πως αλλιώς θα καταλάβει». Υπάρχουν φυσικά πολλοί τρόποι για να καταλάβει ένα παιδί, εκτός της απειλής και του εκφοβισμού», λέει η κ. Φωκά.
Σύμφωνα με την κ. Φωκά, «ζούμε σε μία θυμωμένη κοινωνία, με αποτέλεσμα να περνάμε όλο αυτό και στα παιδιά μας. Αυτό πλέον, μπορούμε να το παρατηρήσουμε ως κοινωνικό φαινόμενο. Και αυτό περνάει και στα παιδιά μας».
Η κ. Φωκά, υπογραμμίζει ότι οι γονείς θα πρέπει να μάθουν στα παιδιά τους από πολύ μικρή ηλικία, ότι η βία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. «Και όταν λέω βία», συνεχίζει, «δεν εννοώ μόνο τη σωματική βία, αλλά και το πως μιλάμε και το πως φερόμαστε. Πρέπει να μάθουμε στα παιδιά μας, με το παράδειγμά μας, ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι να επικοινωνήσουμε. Ότι δεν χρειάζεται να χαρακτηρίζουμε τους ανθρώπους, ότι είναι πολύ σημαντικό να βάλουμε στη ζωή μας την λέξη ενσυναίσθηση και τη λέξη κατανόηση. Πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε το θυμό μας και τα συναισθήματά μας. Το όριο, είναι η λέξη κλειδί, για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Με έναν κατανοητό και λειτουργικό τρόπο. Και φυσικά τα όρια πρέπει να ξεκινούν από μας. Και πως οριοθετώ πρώτα το θυμό που μου προκαλεί το παιδί μου. Αυτόματα μαθαίνω στο παιδί μου, ότι ως γονιός έχω ένα όριο», καταλήγει η κ. Φωκά.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο και ψυχοθεραπευτή, Δημήτρη Παπαδημητριάδη, «η νεανική εγκληματικότητα ανάγεται σε παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Περιλαμβάνει ένα φάσμα αδικημάτων από τον εκφοβισμό και τους σωματικούς καυγάδες, έως τις πιο σοβαρές σεξουαλικές και σωματικές επιθέσεις, ακόμα και τις ανθρωποκτονίες. Η ανθρωποκτονία είναι η τέταρτη αιτία θανάτου σε ανθρώπους ηλικίας 10-29 ετών και αφορά στο 42% του συνολικού αριθμού ανθρωποκτονιών σε όλο τον κόσμο. Αλλά και όταν δεν είναι θανατηφόρα, η νεανική βία έχει σοβαρές, δια βίου, επιπτώσεις στη σωματική, ψυχική και κοινωνική λειτουργικότητα», αναφέρει ο κ. Παπαδημητριάδης.
Οι ρίζες του φαινομένου είναι περίπλοκες, σύμφωνα με τον κ. Παπαδημητριάδη. «Η σεισμική μεταβολή στην οικογενειακή δυναμική φαίνεται ότι διαδραματίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο. Μια μελέτη-ορόσημο των Sampson κ.ά. (2018) φωτίζει τη συσχέτιση μεταξύ διαταραγμένων οικογενειακών δομών και αυξημένων παραβατικών τάσεων. Καταδεικνύεται ότι η αποσύνθεση των παραδοσιακών συστημάτων υποστήριξης, σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των μονογονεϊκών νοικοκυριών, δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί την απόκλιση των ανηλίκων. Ξεχωρίζουν εδώ η ανεπαρκής παρακολούθηση και εποπτεία των παιδιών από τους γονείς, οι πολύ σκληρές, πολύ χαλαρές ή ασυνεπείς γονεϊκές πειθαρχικές πρακτικές, το χαμηλό επίπεδο δεσμού μεταξύ γονέων και παιδιών και η φτωχή συμμετοχή των γονέων στις δραστηριότητες των παιδιών», επισημαίνει και συνεχίζει:
«Ωστόσο, το μωσαϊκό της αιτιότητας εκτείνεται πέρα από την οικογενειακή επιρροή. Η έλευση της ψηφιακής εποχής έχει εγκαινιάσει μια άνευ προηγουμένου εποχή διασύνδεσης, αλλά μαζί της έχει αναδυθεί ένας καινούργιος κόσμος προκλήσεων για την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Μια πρωτοποριακή εργασία των Ybarra κ.ά. (2016) υποστηρίζει ότι η απεριόριστη πρόσβαση στον κυβερνοχώρο, σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, ευνοεί ένα τον διαδικτυακό εκφοβισμό και τις διαδικτυακές εγκληματικές δραστηριότητες μεταξύ των εφήβων», λέει ο κ. Παπαδημητριάδης.
«Σε κάθε περίπτωση», καταλήγει, υπάρχουν προληπτικές παρεμβάσεις που μπορούν να βοηθήσουν. Τα στοχευμένα προγράμματα πρόληψης αποσκοπούν στον μετριασμό της νεανικής παραβατικότητας με κοινό παρονομαστή τον εντοπισμό εκείνων των παιδιών και εφήβων που διατρέχουν κίνδυνο, και κυρίως τον προσδιορισμό των περιβάλλοντών τους. Για να ανακόψουμε την πορεία προς την εγκληματικότητα, χρειάζονται παρεμβάσεις για τη μείωση της συγκεντρωμένης φτώχειας και την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, η εισαγωγή προγραμμάτων δεξιοτήτων ζωής και κοινωνικής ανάπτυξης στο σχολείο που αποσκοπούν στο να βοηθήσουν τα παιδιά και τους εφήβους να διαχειρίζονται το θυμό, να επιλύσουν τις συγκρούσεις και να αναπτύσσουν τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες για την επίλυση προβλημάτων».
Πηγή: dikaiologitika.gr