Μια κοινή γυναικολογική πάθηση που όμως μπορεί να μείνει για χρόνια χωρίς διάγνωση, φαίνεται πως επηρεάζει σοβαρά τη γυναικεία γονιμότητα
Προβλήματα γονιμότητας θα αντιμετωπίσουν πιθανότατα οι γυναίκες με αδιάγνωστη ενδομητρίωση, μια χρόνια φλεγμονώδη νόσο κατά την οποία ενδομητρικός ιστός αναπτύσσεται παρά φύσιν σε θέσεις εκτός το εσωτερικό της μήτρας, και εκδηλώνεται με επώδυνη έμμηνο ρύση, πυελικό άλγος, δύσκολη ή επώδυνη σεξουαλική επαφή και δυσκολία στην εγκυμοσύνη.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι σε περίπτωση που οι γυναικολόγοι δέχονται αναφορές από τις ασθενείς για επώδυνη έμμηνο ρύση και χρόνιο πυελικό άγγος, θα πρέπει να έχουν κατά νου την πιθανότητα ενδομητρίωσης και να προβαίνουν στην κατάλληλη αντιμετώπιση. Θα πρέπει να συζητούν με αυτές τις γυναίκες τις πιθανές επιπτώσεις στη γονιμότητά τους, πέρα από τον ηλικιακό παράγοντα, και ο κίνδυνος μειωμένης γονιμότητας θα πρέπει να ελαχιστοποιείται μέσα από τη θεραπεία της ενδομητρίωσης χωρίς καθυστέρηση» δήλωσε ο Δρ Oskari Heikinheimo από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ελσίνκι στη Φινλανδία, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στο Human Reproduction.
Συχνά χρειάζονται έως και επτά χρόνια για να γίνει σωστή διάγνωση, η οποία γίνεται συνήθως λαπαροσκοπικά καθώς και με γυναικολογική εξέταση ή κολπικό υπερηχογράφημα μεταξύ άλλων μεθόδων. Τα ευρήματα της μελέτης δεν επηρεάστηκαν από τον τύπο ενδομητρίωσης (επιφανειακή, κύστες ενδομητρίωσης, εν τω βάθει ενδομητρίωση κ.ο.κ.).
Λιγότερες γεννήσεις
Οι ερευνητές ανέτρεξαν στα στοιχεία 18.000 γυναικών από τη Φινδανδία ηλικίας 15 έως 49 ετών, στις οποίες η διάγνωση της ενδομητρίωσης έγινε λαπαροσκοπικά μεταξύ 1998 και 2012. Οι περιπτώσεις συγκρίθηκαν με περισσότερες από 35.000 γυναίκες χωρίς διάγνωση ενδομητρίωσης και συνολικά το πληθυσμιακό δείγμα παρακολουθήθηκε μέχρι την πρώτη: γέννηση ζώντων νεογνών, στειροποίηση, αφαίρεση των ωοθηκών ή της μήτρας είτε χειρουργική διάγνωση της ενδομητρίωσης. Οι γυναίκες με την πάθηση διακρίθηκαν επιπλέον βάσει του τύπου ενδομητρίωσης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:
- ο μέσος χρόνος παρακολούθησης πριν από τη λαπαροσκοπική διάγνωση ήταν 15,2 έτη, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 35 έτη
- περισσότερες από 7.300 γυναίκες με ενδομητρίωση (40%), και περισσότερες από 23.700 γυναίκες χωρίς την πάθηση (66%) γέννησαν ζώντα νεογνά
- το ποσοστό πρώτων γεννήσεων ζώντων νεογνών στις γυναίκες με ενδομητρίωση ήταν το μισό των γυναικών χωρίς την πάθηση, δηλαδή 1.93 παιδιά πριν τη διάγνωση συγκριτικά με 2.16
- σε βάθος δεκαετιών, παρατηρήθηκε ολοένα χαμηλότερο ποσοστό πρώτων ζώντων νεογνών στις γυναίκες με ενδομητρίωση, ξεκινώντας με 28% πριν τη διάγνωση για τις γυναίκες που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1940 και φτάνοντας στο 87% για όσες γεννήθηκαν τη δεκαετίας του 1970.
Σχετικά με το τελευταίο εύρημα, ο Δρ Heikinheimo σχολίασε ότι πιθανώς σχετίζεται με τη μεγαλύτερη ηλικία των γυναικών κατά την απόκτηση του πρώτου τους παιδιού, την προγενέστερη λαπαροσκοπική διάγνωση της ενδομητρίωσης και τη συσσώρευση των δυσμενών επιπτώσεων της ενδομητρίωσης στις γυναίκες με την πάθηση.
Οι ερευνητές ανέφεραν κάποιους περιορισμούς της μελέτης, όπως η συμπερίληψη περιστατικών διαγνωσμένης επεμβατικά ενδομητρίωσης που πιθανώς απέκλεισε γυναίκες με ηπιότερα συμπτώματα, η έλλειψη στοιχείων σχετικά με το αν οι γυναίκες με την πάθηση επιθυμούσαν να αποκτήσουν παιδί, καθώς και η αδυναμία αποκλεισμού της επίδρασης θεραπειών γονιμότητας.
Πηγή: ygeiamou.gr